Σχεδόν ολική καταστροφή έχει υποστεί το λιγνιτορυχείο του Αμύνταιου, ενώ άδηλη παραμένει η τύχη των δύο ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων του σταθμού, συνολικής ισχύος 600 MW, οι οποίες μπορούν να λειτουργήσουν πια για πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα, μόνο με το απόθεμα λιγντίη που υπάρχει στις αυλές και ίσως ενα μικό κοίτασμα, σε σημείο που δεν επηρεάστηκε από την κατολίσθηση του περασμένου Σαββάτου, 10 Ιουνίου.
Οι δυο μονάδες του σταθμού, που με βάση τον σχεδιασμό πρόκειται να αποσυρθούν το 2020, έχουν υποστεί συντήρηση και επρόκειτο να είναι λειτουργικά έτοιμες να ενταχθούν στο σύστημα από τις 15 Ιουνίου, με στόχο ουσιαστικά να μπουν από τον Οκτώβριο και μετά, εαν βέβαια το καλοκαίρι κυλούσε ήρεμα, χωρίς καύσωνες και ιδιαίτερες αιχμές στη ζήτηση. Ας σημειωθεί ότι οι εν λόγω μονάδες μπορούν να λειτουργήσουν μόνον για ένα συγκεκριμένο αριθμό ωρών μέσα στο χρόνο, βάσει των συμφωνιών με την ΕΕ.
Με τα νέα δεδομένα όμως που προκάλεσε η κατολίσθηση είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν ξανά, καθώς ο λιγντίτης που έχει απομείνει είναι ελάχιστος. Και η καταστροφή του ορυχείου τόσο εκτεταμένη, που ανατρέπει το όποιο σχέδιο- αν υπήρχε- για ιδιωτικοποίηση των μονάδων αυτών.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης, ο οποίος μετέβη χθες στην περιοχή εξήγγειλε τη σύσταση Ειδικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, που θα εξετάσει σε βάθος τα αίτια και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη η κατολίσθηση και ανακοίνωσε νομοθετική πρωτοβουλία για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις στην κοινότητα των Αναργύρων, που έχει εκκενωθεί. Κατόπιν θα ακολουθήσει η μετεγκατάσταση.
Ο πρόεδρος της ΔΕΗ Μανόλης Παναγιωτάκης ζήτησε από τα αρμόδια στελέχη της επιχείρησης να αποτιμήσουν τα αίτια και τις ζημίες, αλλά και να προτείνουν λύσεις για το τι μέλει γενέσθαι τόσο με το ορυχείο, όσο και με την τροφοδοσία των δυο μονάδων του σταθμού Αμυνταίου συνολικής ισχύος 600 MW
Η κατολίσθηση ξεκίνησε στις 11 το πρωί του Σαββάτου 10 Ιουνίου 2017 και ακόμα το φαινόμενο δεν έχει εκτονωθεί, αν και έχει αποκλιμακωθεί αρκετά.
Τα πρώτα δείγμα της επερχόμενης κατολίσθησης είχαν φανεί από τις 20 Μαΐου, ενώ από τις 3 Ιουνίου η ΔΕΗ είχε απομακρύνει όλους τους εργαζόμενους από το ορυχείο και έτσι παρά το μέγεθος της καταστροφής δεν υπήρξαν θύματα.
Το ορυχείο όμως και ο βαρύς μηχανολογικός εξοπλισμός που ήταν εγκατεστημένος εκεί καταστράφηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά.
Εκτιμήσεις εργαζομένων φέρνουν τη ζημία ως και τα 3 δις ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και της αξίας των κοιτασμάτων λιγνίτη που χάθηκαν, πέρα από τον εξοπλισμό, τους τέσσερις μεγάλους εκσκαφείς, τους ταινιόδρομους κλπ.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά στέλεχος της ΔΕΗ, μετά από αυτή την καταστροφή «πρέπει να είσαι μάντης για να εντοπίσεις που βρίσκεται το κοίτασμα», καθώς τεράστιες χωμάτινες μάζες, της τάξης των 80-100 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων κατέρρευσαν, συμπαρασέρνοντας το ίδιο το κοίτασμα του λιγνίτη
Το πιθανότερο είναι ότι το ορυχείο δεν θα επαναλειτουργήσει και πάντως όχι στην έκταση που είχε πριν την κατολίσθηση. Για την αποκατάσταση του, δηλαδή για τη μετακίνηση των χωμάτινων όγκων που έχουν καλύψει έκταση 3.500 στρεμμάτων, θα απαιτηθεί πολύς χρόνος και χρήμα, που δύσκολα “αντέχει” η ΔΕΗ, δεδομένης μάλιστα της προοπτικής απόσυρσης των δυο μονάδων του σταθμού Αμυνταίου.
Ενα από τα βασικά προβλήματα είναι τι θα γίνει με την τηλεθέρμανση της Πτολεμαίδας, αφού οι δύο μονάδες ουσιαστικά λειτουργούν στην πλήρη τους ισχύ την περίοδο 15 Οκτωβρίου-15 Απριλίου, συμβάλλοντας στη τηλεθέρμανση της Πτολεμαΐδας, ενώ το καλοκαίρι ήταν διαθέσιμες μόνον συμπληρωματικά, σε περίπτωση καύσωνα και αιχμών ζήτησης.
Το άλλο μεγάλο ερώτημα είναι τι θα γίνει με το προς πώληση πακέτο της ΔΕΗ, καθώς ο σταθμός του Αμυνταίου μαζί με το ορυχείο θεωρείτο σχεδόν βέβαιο ότι θα συμπεριλαμβανόταν στη λίστα. Ένας σταθμός όμως που για να λειτουργήσει μετά το 2019 χρειάζεται επενδύσεις περιβαλλοντικής αναβάθμισης άνω των 100 εκατ. ευρώ και δεν διαθέτει πια ορυχείο είναι μάλλον αδύνατον να προσελκύσει επενδυτή.
Το μικρό κοίτασμα λιγνίτη των 4-5 εκατ. τόνων που λέγεται ότι βρίσκεται σε κοντινή περιοχή δεν επαρκεί παρά για ελάχιστο χρονικό διάστημα και η μεταφορά λιγνίτη από γειτονικά ορυχεία όπως του Νότιου Πεδίου ή της Μαυροπηγής δημιουργεί μακροπρόθεσμα προβλήματα στην τροφοδοσία των σταθμών με τα οποία είναι συνδεδεμένα, όπως ο Άγιος Δημήτριος.