Σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με την Αγγλία, την Γαλλία και Ισπανία είναι οι τιμές του τυπικού καλαθιού στα ελληνικά σουπερμάρκετ, με βάση την επαναλαμβανόμενη τετραμηνιαία έκθεση του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) για τον Ιούνιο.
Η σύγκριση των μέσων τιμών των καλαθιών δείχνει ότι και οι τρεις χώρες έχουν σημαντικά ακριβότερο μέσο καλάθι από την Ελλάδα, 9% η Ισπανία, 35% η Γαλλία και 33% η Αγγλία.
Η εικόνα των αποτελεσμάτων αλλάζει σημαντικά όταν αφαιρέσουμε τον αναλογούντα ΦΠΑ ανά χώρα για να αντιληφθούμε τις πραγματικές τιμές των προϊόντων σουπερμάρκετ. Η σύγκριση των καλαθιών σε αυτή την περίπτωση δείχνει ότι οι τρεις χώρες έχουν ακόμα πιο ακριβό μέσο καλάθι από την Ελλάδα, η Ισπανία κατά 20%, η Γαλλία κατά 48% και η Αγγλία κατά 48%. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολύ μεγάλης διαφοράς που έχει ο χαμηλός ΦΠΑ ανά χώρα (πρόκειται για τον ΦΠΑ που αναφέρεται σε τρόφιμα και ποτά).
Στην Ελλάδα αυτός ο ΦΠΑ τον Ιούνιο 2016 είναι 13% και 24% για συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων, κάποιες από τις οποίες συμμετέχουν στο δείγμα της έρευνας, όπως είναι τα έλαια, ο καφές, τα γλυκά, τα σνακς και τα αρτοποιήματα. Ο ΦΠΑ είναι σημαντικά υψηλότερος από την Αγγλία (0%) και τη Γαλλία (10% και 5,5%) και την Ισπανία (10% και 4%), αλλά και τις περισσότερες χώρες της ΕΕ.
Σημειώνεται ότι οι αλλαγές του τελευταίου 12μηνου στους συντελεστές ΦΠΑ στην Ελλάδα έχουν αυξήσει σημαντικά την επίδραση του συγκεκριμένου φόρου σε σχέση με το παρελθόν και συγκριτικά με τις άλλες τρεις εξεταζόμενες χώρες. Συγκεκριμένα, ο μέσος ΦΠΑ ως ποσοστό της τιμής το 2012 για το τυπικό καλάθι των 20 προϊόντων ήταν 12,5% (μέσος συντελεστής ΦΠΑ 14,3%), το 2016 ο μέσος ΦΠΑ ως ποσοστό τιμής για το ίδιο τυπικό καλάθι προϊόντων είναι 17,3%, σχεδόν ο διπλάσιος από τις άλλες χώρες (μέσος συντελεστής ΦΠΑ 21,1%).
Σε κάθε περίπτωση, το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση είναι ότι το οργανωμένο ελληνικό λιανεμπόριο τροφίμων (σουπερμάρκετ) παρέχει στους Έλληνες καταναλωτές πρόσβαση σε προϊόντα για το τυπικό του καλάθι με κατά μέσο όρο χαμηλότερη τιμή (ακόμα και στα φθηνά προϊόντα των τυπικών 20 κατηγοριών), που είναι αποτέλεσμα της οργανωμένης προσπάθειας των προμηθευτών και των λιανεμπόρων για συγκράτηση των τιμών τα τελευταία χρόνια, όπως φαίνεται και στα στοιχεία για τον δείκτη τιμών καταναλωτή που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ.