Tο επενδυτικό κλίμα στην Ελλάδα παρουσιάζει προκλήσεις τόσο για τους Ελληνες όσο και για τους ξένους επενδυτές, με τους τελευταίους να μειώνουν τη δραστηριότητά τους ή και να αποχωρούν από τη χώρα εξαιτίας της πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας και τις νέες επενδύσεις να «παγώνουν». Αυτά αναφέρει στην έκθεσή του για το παγκόσμιο επενδυτικό κλίμα το 2016 το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, απευθυνόμενο στους Αμερικανούς επενδυτές που αναζητούν τη βοήθειά του, προκειμένου να αποφασίσουν πού θα επενδύσουν μεταξύ 170 ξένων αγορών.
Μάλιστα, σύμφωνα με την Καθημερινή, η έκθεση εκτιμά πως η κυβέρνηση «απέτυχε εν πολλοίς» στην επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, κάτι που στοίχισε στα δημόσια οικονομικά και στην οικονομική δραστηριότητα, λόγω και της επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων. Σημειώνει δε πως η χώρα εξακολουθεί να στηρίζεται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για τη χρηματοδότησή της, με το ΔΝΤ να παραμένει εκτός του προγράμματος στήριξης. Σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, «αν και το επενδυτικό κλίμα άρχισε να βελτιώνεται το 2014, όταν η Ελλάδα πραγματοποίησε σειρά διαρθρωτικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων… και μειώθηκαν οι μισθοί, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα της αγοράς εργασίας, αυτό κατέρρευσε το 2015».
Οπως σημειώνει, «παρά το πρόγραμμα στήριξης 86 δισ. ευρώ που υπεγράφη τον Αύγουστο του 2015 με τους ξένους πιστωτές της χώρας, υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, η οικονομική αβεβαιότητα παρέμεινε». Καθώς δε όταν συντασσόταν η έκθεση, στις αρχές Απριλίου, δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση, η έκθεση καταγράφει τις εκ νέου ανησυχίες που είχε προκαλέσει η καθυστέρηση για την οικονομική σταθερότητα της χώρας.
Οπως γράφει χαρακτηριστικά, «η Ελλάδα συνεχίζει να διαθέτει δύσκολο κλίμα για επενδύσεις, και από το εξωτερικό και για τις εγχώριες». Την ίδια στιγμή, πάντως, προσθέτει ότι «πολυάριθμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που προωθούνται ως μέρος του διεθνούς προγράμματος στήριξης της χώρας, στοχεύουν στη διευκόλυνση των ξένων επενδύσεων. Δημοσίως, η κυβέρνηση διαμηνύει τη δέσμευσή της να προσελκύσει ξένες επενδύσεις».
Ως παράδειγμα αυτής της δέσμευσης αναφέρει τον αγωγό μεταφοράς φυσικού αερίου TAP, ο οποίος παρουσιάζεται ως μία από τις λίγες ξένες επενδύσεις που προχώρησαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Σύμφωνα, πάντως, με την έκθεση, «η διαφθορά και η γραφειοκρατία εξακολουθούν να δημιουργούν εμπόδια για την είσοδο στην αγορά νέων επιχειρήσεων, επιτρέποντας σε λίγες εταιρείες να διατηρούν ολιγοπώλια σε διάφορους τομείς, ενώ δίνουν τη δυνατότητα αυθαιρεσιών και “λαδώματος” των δημοσίων αξιωματούχων».
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει επίσης στα «κόκκινα» δάνεια, που υπονομεύουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σημειώνοντας πως για την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ευθύνονται η μείωση της ζήτησης, οι περικοπές μισθών και συντάξεων και η υψηλή ανεργία. Σύμφωνα με την έκθεση, εξάλλου, «η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε περαιτέρω συρρίκνωση του τραπεζικού δανεισμού». Οπως τονίζει, οι τράπεζες δεν μπορούν να προσφέρουν χρηματοδότηση, καθώς πάνω από το 40% των δανείων τους είναι «κόκκινα» και οι προσπάθειες να δημιουργηθεί μια αγορά για την εξυπηρέτησή τους κολλάνε, με αποτέλεσμα οι εταιρείες να μην μπορούν να βρουν χρηματοδότηση.
Η έκθεση τονίζει, τέλος, πως η κυβέρνηση δεν έχει πραγματοποιήσει κάποια αξιολόγηση της επενδυτικής της πολιτικής με τον ΟΟΣΑ, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, την Επιτροπή Εμπορίου και Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNCTAD) ή άλλον οργανισμό. Ωστόσο, τον Μάρτιο του 2016 ο ΟΟΣΑ δημοσίευσε οικονομική έρευνα για την κατάσταση της οικονομίας, στην οποία αναφερόταν στις προβληματικές ξένες άμεσες επενδύσεις. Οπως αναφέρεται, η ελληνική κυβέρνηση έχει ζητήσει τις συμβουλές και την τεχνική βοήθεια του ΟΟΣΑ, ώστε να προχωρήσει κάποιες μεταρρυθμίσεις με βάση τις προτάσεις που είχε κάνει ο διεθνής οργανισμός ήδη από το 2013 σχετικά με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, τις οποίες η προηγούμενη κυβέρνηση είχε δεσμευθεί να υιοθετήσει στην πλειονότητά τους. Η παρούσα κυβέρνηση, ωστόσο, «θέλει να αναπτύξει άλλες, συμβατές με την έμφαση που δίνει στο κοινωνικό κράτος πρόνοιας».