Όπως επισημαίνει η ΤτΕ στο βαθμό που οι τράπεζες δεν προβούν σε αναδιαρθρώσεις των χαρτοφυλακίων τους, (π.χ. περιορισμός του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων μέσω της αναχρηματοδότησης υφιστάμενων δανείων με ευνοϊκότερο για τις εταιρίες επιτόκιο, ανταλλαγή εταιρικού χρέους με μετοχικό κεφάλαιο), τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αναμένεται να αυξηθούν και κατά τη διάρκεια του 2016, ακόμη στην περίπτωση ομαλοποίησης των μακροοικονομικών συνθηκών, δεδομένου ότι έχει παρατηρηθεί ιστορικά χρονική υστέρηση μεταξύ της θετικής αναστροφής του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, και της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι ο πιστωτικός κίνδυνος και η περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή αστάθειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Συγκεκριμένα, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων εξακολουθεί να επιδεινώνεται από την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης μέχρι και σήμερα. Οι δυσμενείς μακροοικονομικές συνθήκες οδήγησαν σε ονομαστικές περικοπές μισθών, στην αύξηση της ανεργίας, στην αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων σε θέσεις μερικής απασχόλησης και σε πιο ευέλικτες μορφές εργασίας. Οι παραπάνω εξελίξεις σε συνδυασμό με την αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων συνέβαλαν στη σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος καθώς και στην αποδυνάμωση της ικανότητας αποπληρωμής των δανειακών υποχρεώσεων των νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Επιπροσθέτως, η επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων από τις 28.6.2015, παρά τις όποιες ενέργειες χαλάρωσης των αρχικών περιορισμών, έχει δυσχεράνει την οικονομική δραστηριότητα. Αποτέλεσμα ήταν η συνιστώσα της οικονομικής δραστηριότητας που αφορά τις επενδύσεις να επιδεινωθεί σημαντικά.
Ως αποτέλεσμα των προαναφερθεισών εξελίξεων, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων σε ατομική βάση αυξήθηκε και διαμορφώθηκε στο 44,2% το 2015 έναντι 39,9% το 2014. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω καθώς το πρώτο τρίμηνο του 2016 ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων σε ατομική βάση αυξήθηκε και διαμορφώθηκε στο 45,1%.
Δεδομένου ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αποτελούν περισσότερο από το 44% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου, με ανάλογα ποσοστά για δάνεια προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, κάθε άλλο παρά εφησυχασμό προκαλούν οι ενδείξεις που προκύπτουν από την ανάλυση.
Συγκεκριμένα, τα ανοίγματα σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών και οι καταγγελμένες απαιτήσεις αποτελούν περίπου το 30% και 44% αντίστοιχα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Η ΤτΕ προειδοποιεί καθώς οι ενδείξεις αυτές αποτελούν ένα στοιχείο έγκαιρης προειδοποίησης για την εξέλιξη του πιστωτικού κινδύνου στις τράπεζες ενώ απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, που να καθορίζει συγκεκριμένα εργαλεία για τη διαχείριση των πρόωρων ληξιπρόθεσμων οφειλών.