Aνοδικά κινήθηκαν οι πωλήσεις της Ηπειρωτικής Βιομηχανίας Εμφιαλώσεως Βίκος ΑΕ στο δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου, αλλά και στο επτάμηνο.
Όπως ανέφερε μιλώντας προς το ΑΠΕ - ΜΠΕ ο κ. Κωνσταντίνος Σεπετάς, διευθυντής πωλήσεων και μάρκετινγκ της εταιρείας "η Βίκος ΑΕ στο δίμηνο Ιουνίου - Ιουλίου είχε αύξηση των πωλήσεων κατά 0,6% και στο επτάμηνο οι πωλήσεις της αυξήθηκαν κατά 4,6%".
Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι η θέση της εταιρείας στην αγορά βελτιώθηκε και το μερίδιο της ανέρχεται στο περίπου 20% στη λεγόμενη ζεστή αγορά (σούπερ μάρκετ και μικρά σημεία πώλησης), πρόκειται φυσικά για την μεγαλύτερη εταιρεία εμφιαλωμένου νερού της ελληνικής αγοράς.
Ο ίδιος μάλιστα αναφέρει ότι εφέτος η εταιρεία θα εμφανίσει αύξηση πωλήσεων κατά 8%, δραστηριοποιούμενη σε δύο αγορές, του εμφιαλωμένου νερού και των αναψυκτικών, οι οποίες αν τελικώς δεν κινηθούν πτωτικά θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα με το 2015. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά εμφιαλωμένου νερού κατέχουν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, το οποίο έχει πλέον πλησιάζει στο 30% - η Ηπειρωτική Βιομηχανία Εμφιαλώσεως ΑΕ έχει ισχυρή παρουσία στην αγορά των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας συνεργαζόμενη με μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ (Σκλαβενίτης, Μετρό κλπ).
Παράλληλα στο διάστημα των τελευταίων χρόνων που έχει επώνυμη παρουσία στην αγορά των αναψυκτικών, η Βίκος ΑΕ έχει κατορθώσει να αποσπάσει ένα μικρό βέβαια αλλά αξιόλογο αρχικά μερίδιο.
Όπως αναφέρει ο κ. Σεπετάς στο σύνολο της αγοράς των αναψυκτικών το μερίδιο της εταιρείας υπερβαίνει το 2,1% στην περιοχή της Αττικής ενώ στην κατηγορία της cola πλησιάζει το 1,2%, στην ίδια περιοχή.
Όπως είναι γνωστό η σχέση της Βίκος ΑΕ με τον κλάδο των αναψυκτικών δεν είναι πρόσφατη - από το 1995 παράγει τα αναψυκτικά ιδιωτικής ετικέτας για την Lidl - ενώ τα τελευταία χρόνια κατέχει το 25% της ΕΨΑ, σχέση η οποία ωστόσο παραμένει ανενεργή και οι δύο εταιρείες παραμένουν ανταγωνίστριες στην αγορά.
Στη διάρκεια του 2016 ο κ. Σεπετάς εκτιμά ότι οι πωλήσεις της εταιρείας θα παρουσιάσουν αύξηση κατά 8% και θα πλησιάσουν τα 70 εκατ. Ευρώ, έναντι 65 εκατ. Ευρώ το 2015. Οι εξαγωγές της αντιστοιχούν περίπου στο 6% των συνολικών της πωλήσεων και πραγματοποιούνται σε Κύπρο, Μάλτα, Γερμανία, ΗΠΑ, Κίνα και Αυστραλία. Σχετικά με τις επιπτώσεις των capital controls ο ίδιος επισημαίνει πως ήταν περιορισμένες, δεδομένου ότι η διοίκηση της εταιρείας είχε προβλέψει την εξέλιξη και αυτή και είχε εγκαίρως προμηθευτεί πρώτες ύλες. Ως εκ τούτου οι επιπτώσεις αφορούν μόνο τον περιορισμό του αριθμού των σημείων πώλησης - η εταιρεία δηλαδή για ένα ορισμένο διάστημα πωλούσε "τοις μετρητοίς".