Στο «μικροσκόπιο» βρίσκονται, ομόλογα του EFSF που κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες, ύψους 25 - 30 δισ. ευρώ και σύμφωνα με πληροφορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, ένα από τα εναλλακτικά σχέδια που εξετάζονται είναι να ανταλλαγούν με μακροχρόνια ομόλογα, διάρκειας 20 - 30 ετών, σταθερού επιτοκίου, της τάξης του 1,1% - 1,2%, που θα εκδώσει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης.
Η κίνηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των λύσεων που επεξεργάζονται οι τεχνοκράτες στην Αθήνα αλλά και στον ESM, για τον περιορισμό του επιτοκιακού κινδύνου, στο πλαίσιο των βραχυπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, που αναμένεται να πέσουν στο τραπέζι, αφού ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση.
Αξιολόγηση
Εφόσον ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, θα ακολουθήσει πολιτική διαπραγμάτευση μεταξύ των πιστωτών, ώστε να καταστεί δυνατή μια πολιτική συμφωνία για το χρέος, που θα μπορεί να γίνει αποδεκτή από τον Β. Σόιμπλε, αλλά να μην προκαλέσει ρήξη με το Διεθνές Νομοσματικό Ταμείο. Για το σχέδιο, ειδικά όσον αφορά στο κομμάτι των τραπεζών, οι όποιες προεργασίες γίνονται σε συνεννόηση με τις διοικήσεις των τραπεζών, του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους και του ESM.
Στο επίκεντρο των σεναρίων που επεξεργάζονται οι τεχνοκράτες, είναι, όπως έχει γράψει η «Η» να περιοριστεί το εύρος της διακύμανσης του επιτοκίου, σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, πέριξ του 1,5%.
Με το να «κλειδώσει» το επιτόκιο σε μια σταθερή βάση, από το κυμαινόμενο που βρίσκεται σήμερα, οι αγορές θα εκλάβουν την κίνηση αυτή ως μία ουσιαστική παρέμβαση στο χρέος, αφού σημαντικό μέρος αυτού θα προστατεύεται από την άνοδο των επιτοκίων που αναμένεται τα επόμενα χρόνια.
Συμβιβασμός
Σύμφωνα με πηγές κοντά στις διαπραγματεύσεις, αυτό που θα αποτελέσει προϊόν συμβιβασμού, είναι το ύψος του χρέους επί του οποίου θα γίνει η μετατροπή του επιτοκίου σε σταθερό από κυμαινόμενο, το εύρος της διακύμανσης του επιτοκίου ανά κατηγορία ομολόγων που θα ενταχθούν στο σχέδιο και ο τρόπος με τον οποίο αυτό θα μεθοδευθεί, κάνοντας χρήση και εργαλείων από την αγορά.
Την όλη διαδικασία θα τρέξει ο ESM, εξέλιξη που διευκολύνει τον χειρισμό του θέματος από τον Β. Σόιμπλε, αφού θα θεωρείται πως η διαχείριση του ρίσκου της αναδιάρθρωσης θα ανήκει στον Μηχανισμό και όχι απευθείας στις κυβερνήσεις των κρατών - μελών.