Τις κρατικά υποστηριζόμενες «τράπεζες επισφαλειών» καλεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συμμετάσχουν στην αγορά μέρους από τα επισφαλή δάνεια αξίας 1 τρισ. ευρώ στην Ευρωζώνη, καθώς η συσσώρευσή τους κάμπτει την προσπάθεια χορήγησης νέων δανείων και την οικονομική ανάπτυξη σε διάφορα μέρη της Ευρωζώνης.
Η ΕΚΤ προσπαθεί να μειώσει το μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις 127 μεγάλες τράπεζες που έχει υπό την εποπτεία της, εστιάζοντας κυρίως στις πλέον προβληματικές, όπως η ιταλική Monte Paschi, και θέτοντας τις καλύτερες πρακτικές για τις υπόλοιπες, σύμφωνα με τηλεγράφημα του Reuters. Ωστόσο, η αγορά για το επισφαλές χρέος δυσκολεύεται να ανακάμψει. Το πρόβλημα έγκειται στο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην τιμή που οι τράπεζες μπορούν να πωλήσουν και σε αυτήν που οι αγοραστές, όπως τα funds ιδιωτικού μετοχικού κεφαλαίου, είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν.
Αυτό εν μέρει συμβαίνει επειδή οι αγοραστές προεξοφλούν τον χρόνο και το κόστος διευθέτησης ενός επισφαλούς δανείου, ειδικά σε χώρες των οποίων τα δικαστικά συστήματα καθυστερούν πολύ να εκδώσουν αποφάσεις, όπως στην Ελλάδα και στην Ιταλία, και πολλές φορές είναι δύσκολο γι’ αυτούς να αποτιμήσoυν τα collateral. Η σύσταση εταιρειών διαχείρισης ενεργητικού -τράπεζες επισφαλειών όπως αυτές που δημιουργήθηκαν στην Ισπανία και στην Ιρλανδία κατά τη διάρκεια της τραπεζικής κρίσης του 2008/2012- για την αγορά μέρους των επισφαλών δανείων μπορεί να βοηθήσει στην ελάφρυνση των πιέσεων προς τις τράπεζες δίδοντας κίνητρα στην αγορά, όπως εκτιμά η ΕΚΤ.
Η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης εκτιμά ότι αυτού του είδους τράπεζες επισφαλειών δεν θα πρέπει να παραβαίνουν τους κανόνες της Ε.Ε. κατά της διάσωσης τραπεζών με χρήμα φορολογουμένων, εφόσον αγόρασαν δάνεια με «μακροπρόθεσμη οικονομική αξία» που έχουν δοθεί από τις εθνικές αρχές και έχουν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτά τα οχήματα θα μπορούσαν επίσης να διοχετεύσουν κεφάλαιο σε μία τράπεζα εάν υπάρξει έλλειμμα κεφαλαίου σε ένα «δυσμενές σενάριο», όπως μία οικονομική επιβράδυνση ή ένα κραχ στην αγορά. Οι ιδιώτες επενδυτές θα εξακολουθήσουν να υφίστανται το βάρος των «αναμενόμενων ζημιών», που είναι και η διαφορά ανάμεσα στην αξία ενός δανείου στα λογιστικά βιβλία της τράπεζας και στην τιμή στην οποία πωλήθηκε.
Η ΕΚΤ, ωστόσο, εμφανίζεται επιφυλακτική και επισημαίνει ότι η λύση θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα στις περιπτώσεις που τα δάνεια είναι μεγάλα και έχουν εγγύηση, όπως στην περίπτωση των ενυπόθηκων, ενώ θα ήταν πιο δύσκολη για τα εταιρικά δάνεια, τα οποία είναι μικρότερα και ετερογενή.