Ισχυρότερες αποδεικνύονται πλέον οι πιέσεις στις πολύ μικρές εμπορικές επιχειρήσεις ύστερα από οκτώ χρόνια ύφεσης, αφού το μερίδιο της απασχόλησης στις micro μονάδες υποχώρησε στο 70,4% έναντι 75,4% το 2008, παραμένοντας ωστόσο σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο.
Οι απώλειες μέσα στην κρίση για τις micro επιχειρήσεις εντοπίζονται κυρίως στους αυτοαπασχολούμενους, γεγονός που συνάδει με το πλήγμα που δέχτηκε η μικρή επιχειρηματικότητα, ιδιαίτερα το 2012 και το 2013.
Τα ίδια έτη (2012-2013) δέχτηκαν το ισχυρότερο πλήγμα σε όρους απασχόλησης και οι λοιπές επιχειρήσεις, το οποίο όμως ήταν πιο ήπιο σε σχέση με τις micro, αλλά οι απώλειες αφορούσαν κατά κύριο λόγο τους μισθωτούς.
Τα παραπάνω καταγράφονται στην Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου, που θα παρουσιαστεί την προσεχή Τετάρτη 30 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Φίλων της Μουσικής από την ΕΣΕΕ και το ΙΝΕΜΥ.
Για πρώτη φορά στην Έκθεση αναλύονται οι εξελίξεις στην απασχόληση των πολύ μικρών επιχειρήσεων σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες. Η διάκριση αυτή γίνεται ώστε να διερευνηθεί εάν και κατά πόσο οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, σε όρους απασχόλησης, διαφοροποιούνται ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων.
Πιο συγκεκριμένα, και σύμφωνα με την Ε.Ε., στην κατηγορία των μμε ως πολύ μικρή (micro) ορίζεται η επιχείρηση που απασχολεί λιγότερους από δέκα εργαζόμενους και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού της δεν υπερβαίνει τα 2 εκατ. ευρώ.
Εντούτοις, η διάρθρωση των διαθέσιμων στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ είναι τέτοια ώστε στις πολύ μικρές επιχειρήσεις να περιλαμβάνονται όσες έχουν προσωπικό έως και δέκα άτομα.
Σημειώνεται ότι το εμπόριο αποτελεί τον κυριότερο εργοδότη στη χώρα, ενώ οι περισσότερες θέσεις εργασίας (το 70,4%) προσφέρονται από micro επιχειρήσεις, ακόμα και μετά τη συρρίκνωση του μεριδίου τους που καταγράφηκε την τελευταία οκταετία - επίσης ο υποκλάδος με τον μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων είναι το λιανικό εμπόριο.
Σε ό,τι αφορά, εξάλλου, την ηλικιακή διάρθρωση, υπογραμμίζεται ότι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, τόσο πριν από την ύφεση όσο και σήμερα, αποτελούν διέξοδο απασχόλησης για τις ευάλωτες ομάδες (τους νέους έως 29 ετών και όσους βρίσκονται κοντά σε ηλικία συνταξιοδότησης).
Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια της κρίσης η συμμετοχή των νέων στις micro επιχειρήσεις μειώθηκε, με το ίδιο να συμβαίνει αλλά με μεγαλύτερη ένταση στις λοιπές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, η συμμετοχή των απασχολούμενων ηλικίας 55-64 αυξήθηκε τόσο στις micro όσο και στις λοιπές επιχειρήσεις, με τις πρώτες, όμως, να προσελκύουν σε υπερδιπλάσιο βαθμό άτομα κοντά στη συνταξιοδότηση.
Ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, στην Έκθεση καταγράφεται ότι παρά το γεγονός πως το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων σχετίζεται θετικά με την ευελιξία, στο εμπόριο η συντριπτική πλειονότητα των θέσεων εργασίας στις micro μονάδες παραμένει πλήρους απασχόλησης (92,5%), ενώ στις λοιπές επιχειρήσεις η αντίστοιχη επίδοση ανέρχεται σε (82,3%). Υπενθυμίζεται δε ότι στο σύνολο της οικονομίας οι πολύ μικρές μονάδες είναι ισχυρότερα προσανατολισμένες στη μερική απασχόληση.
Η παρατήρηση αυτή και μόνο διαφοροποιεί τις micro επιχειρήσεις του εμπορίου και υπογραμμίζει την ποιότητα των θέσεων που προσφέρουν σε όρους μονιμότητας.
Τέλος, προκύπτει ότι ο κλάδος του εμπορίου θεωρείται ανδροκρατούμενος ανεξάρτητα από το μέγεθος της επιχείρησης.
Εντούτοις, η οικονομική ύφεση άσκησε πιέσεις στις micro μονάδες προς μια περισσότερο ισορροπημένη εκπροσώπηση των γυναικών, παρουσιάζοντας αύξηση της γυναικείας συμμετοχής.
Αντίθετα, στις άλλες επιχειρήσεις (εκτός των micro) η συμμετοχή των γυναικών κατά την περίοδο της κρίσης μειώθηκε αισθητά.
Παρ’ όλα αυτά, οι λοιπές επιχειρήσεις διατηρούν μια πιο ισορροπημένη εκπροσώπηση των γυναικών σε σύγκριση με τις micro επιχειρήσεις.
Για πρώτη φορά, τέλος, στην Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου θα παρουσιαστούν ποσοτικά μεγέθη για την πορεία και τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων και την κατάστασή τους σήμερα αναφορικά με τις οφειλές και τη σχέση τους με τα πιστωτικά ιδρύματα.