Αιχμές για τη στάση των εκπροσώπων της Κομισιόν που μετέχουν στη διαπραγμάτευση, άφησε η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο» αναφορικά με τα εργασιακά. Όπως είπε σε σειρά επαφών που είχε στις Βρυξέλλες, με ευρωβουλευτές και συνδικάτα εισέπραξε αμέριστη συμπαράσταση.
«Να διακρίνουμε τους εκπροσώπους της Κομισιόν από την Ε.Ε.(...) οι ευρωβουλευτές έστειλαν επιστολή στον Ζ.Κ. Γιούνκερ να επιστρέψουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα, τα συνδικάτα σήκωσαν το θέμα ακόμα πιο ψηλά, οι εκπρόσωποι της Κομισιόν στις αίθουσες του Χίλτον, είναι διστακτικοί να υποστηρίξουν το ευρωπαϊκό κεκτημένο απέναντι στο ΔΝΤ» υπογράμμισε η κ. Αχτσιόγλου. Συμπλήρωσε πως τα ευρωπαϊκά κείμενα που αφορούν στα θεμελιώδη δικαιώματα δεν είναι κείμενα αρχών αλλά νομικά δεσμευτικά κείμενα για τα μέλη και τα όργανα της Κομισιόν.
Η υπουργός Εργασίας αναφέρθηκε στις επαφές που είχε στη Θεσσαλονίκη με τους απολυμένους των λιπασμάτων και με τους εργαζόμενους της εταιρείας Καρυπίδη και υπογράμμισε «ότι το υπουργείο υψώνει ασπίδα προστασίας υπέρ των εργαζομένων και τάσσεται κατά της εργοδοτικής αυθαιρεσίας». Αναφερόμενη στο ΣΕΠΕ η κ. Αχτσιόγλου προανήγγειλε σειρά πρωτοβουλιών για την ενίσχυση του Σώματος και είπε: «στόχος μας είναι να καταλάβουν οι εργαζόμενοι ότι είναι προς το όφελός τους να απευθύνονται στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας(...) θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα ευρύτερο μέτωπο εργαζομένων και εργοδοτών (οι οποίοι σέβονται τους εργαζομένους τους) και είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους» είπε η υπουργός Εργασίας.
Ερωτηθείσα για τα ποσοστά ανεργίας, τόνισε ότι είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, γίνονται κάποια βήματα για την αποκλιμάκωση της και μέσω προγραμμάτων του ΟΑΕΔ, ωστόσο όπως υπογράμμισε το πρόβλημα θα λυθεί οριστικά και προς όφελος των εργαζομένων μόλις η χώρα επιστρέψει σε ρυθμούς ανάπτυξης. Πάντως, η κ. Αχτσιόγλου αναφερόμενη στην κριτική που δέχεται η κυβέρνηση από την αντιπολίτευση, για το θέμα της ανεργίας, τόνισε ότι για την καταστροφική 5ετία, που προηγήθηκε και εκτόξευσε την ανεργία σε ποσοστά πάνω από 27%, δεν έχει καμία ευθύνη η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.