Το 2017 αναμένεται να είναι έτος καμπής για την ελληνική οικονομία. Η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να ανακάμψει καθώς η χώρα εισέρχεται στο δεύτερο δεκαοκτάμηνο του τρίτου προγράμματος προσαρμογής ενώ το διεθνές περιβάλλον προβάλλει ιδιαιτέρως ασταθές, τονίζει η Alpha Bank στην εβδομαδιαία ανάλυσή της.
Συγκεκριμένα, στο νέο έτος ο διεθνής περίγυρος της Ελλάδας θα προσδιοριστεί από τις εξής παραμέτρους. Πρώτον, τις διαδοχικές κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις με την παράλληλη άνοδο του ευρωσκεπτικισμού.
Δεύτερον, την αναμενόμενη ελαφρά υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης στην Ευρωζώνη από 1,7% σε 1,5% με σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των χωρών (άνω του 3% σε Ιρλανδία και Σλοβακία και κάτω από 1% στην Ιταλία).
Τρίτον, την εξέλιξη των προσφυγικών ροών που ενδέχεται να δοκιμάσει την ανθεκτικότητα των σχετικών συμφωνιών μεταξύ ΕΕ–Τουρκίας.
Τέταρτον, την επιδείνωση των συνθηκών ασφαλείας της έξαρσης του τρομοκρατικού φαινομένου που ενισχύει την αβεβαιότητα.
Πέμπτον, τη γεωπολιτική αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή ως παράγωγο της κλιμάκωσης του πολέμου στη Συρία και των νέων συνθηκών μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία.
Τέλος, τη διαδικασία διαμόρφωσης της νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής καθώς θα εξελίσσονται οι διαπραγματεύσεις ΕΕ-Ηνωμένου Βασιλείου για το μετά το Brexit περιεχόμενο της σχέσεώς τους.
Στο ευμετάβλητο αυτό διεθνές σκηνικό, η ελληνική οικονομία λειτουργεί στο μεταρρυθμιστικό πλαίσιο που ορίζει το υφιστάμενο πρόγραμμα προσαρμογής. Η ταχεία ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αποτελούν τα δύο μεγάλα ορόσημα στο κατώφλι του νέου έτους. Εφόσον επιτευχθούν εγκαίρως θα δώσουν την ευκαιρία να καταστεί η χώρα επενδυτικός προορισμός.
Περιορίζοντας την ενδογενή αβεβαιότητα σε αυτό το ασταθές διεθνές περιβάλλον, σημειώνει η Alpha Bank, η χώρα μπορεί να προσελκύσει διεθνή επενδυτικά κεφάλαια (εν μέρει και ως αποτέλεσμα των σχετικά χαμηλότερων αξιών των στοιχείων ενεργητικού) και να κινητοποιήσει εκ νέου την εγχώρια επιχειρηματικότητα. Το 2016 προσδοκάται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΕ, ότι θα υπάρξει θετικός σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, δηλαδή αύξηση των επενδύσεων, για πρώτη φορά μετά το 2007.
Ταυτόχρονα, ο εξωτερικός τομέας συμβάλλει θετικά, καθώς οι εξαγωγές υπερβαίνουν τις εισαγωγές με αποτέλεσμα τη διατήρηση του πλεονασματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο πρώτο δεκάμηνο του τρέχοντος έτους (αναλυτικά στο Τμήμα της οικονομικής συγκυρίας).
Η αξία της αυξήσεως της επενδυτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα δύσκολα μπορεί να στηριχτεί στην ιδιωτική κατανάλωση που παραμένει καθηλωμένη κυρίως λόγω του αυξανόμενου φορολογικού βάρους.
Παράλληλα, η εισροή επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό μπορεί να αμβλύνει για ένα χρονικό διάστημα το πρόβλημα της ανεπαρκούς σώρευσης αποταμιευτικών πόρων.
Η σημασία της επιστροφής της εμπιστοσύνης στην ασκούμενη οικονομική πολιτική επιβεβαιώνεται και από τα ευρήματα της προσφάτως δημοσιευθείσας (23/12) «Έρευνας Επενδύσεων στη Βιομηχανία» του ΙΟΒΕ.
Μελετώντας τα κριτήρια για την λήψη επενδυτικών αποφάσεων, με βάση τις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 2016, παρατηρείται ότι η αστάθεια της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής και το φορολογικό σύστημα αποτελούν με διαφορά τους κυριότερους ανασταλτικούς παράγοντες. Η ζήτηση για τα προϊόντα τους και οι τεχνολογικές εξελίξεις αποτελούν τους μόνους παράγοντες που επηρεάζουν θετικά την αύξηση των επενδύσεων από την πλευρά των επιχειρήσεων, ενώ το ύψος των κερδών και τα θεσμοθετημένα κίνητρα έχουν σχεδόν ουδέτερη ή οριακά αρνητική επίπτωση.