Μείωση αφορολόγητου, αύξηση συντελεστών ΦΠΑ, μειώσεις σε συντάξεις είναι ορισμένα από τα μέτρα που περιλαμβάνει ο κόφτης.
Το σενάριο που συζητά η Αθήνα δεν προβλέπει την εκ των προτέρων νομοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων, αλλά την ένταξή τους στη διαδικασία του «κόφτη» στο πλαίσιο της παράτασής του για μετά το 2018. Στο σκέλος των εσόδων, τα μέτρα που βρίσκονται στο τραπέζι φέρνουν σημαντικές επιβαρύνσεις για τους φορολογούμενους.
Ειδικότερα:
Μείωση του αφορολόγητου ορίου
Η μείωση του αφορολογήτου ορίου για μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες προβάλλει στην πρώτη γραμμή των πιθανών μέτρων για μετά το 2018. Οι διαψεύσεις από την πλευρά της κυβέρνησης δεν είναι σε καμία περίπτωση ενδεικτικές των προθέσεών της. Τον περασμένο Μάρτιο ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε διαβεβαιώσει ότι όσο ο ίδιος παραμένει υπουργός Οικονομικών νέα μείωση του αφορολογήτου δεν θα περάσει. Τελικά και ο υπουργός παρέμεινε και το αφορολόγητο μειώθηκε από τις 9.550 ευρώ στις 8.636 ευρώ για όσους δεν έχουν παιδιά.
Το ΔΝΤ επιμένει το αφορολόγητο όριο να μειωθεί στις 5.000 ευρώ, από 8.636 ευρώ που είναι σήμερα. Εάν υιοθετηθεί η πρόταση αυτή, τότε μισθωτοί και συνταξιούχοι, ακόμη και όσοι αποκτούν πολύ χαμηλά εισοδήματα, θα βρεθούν αντιμέτωποι με μεγάλες φορολογικές επιβαρύνσεις και το σοκ που θα υποστούν θα είναι ιδιαίτερα ισχυρό. Η έκπτωση φόρου από 1.900 ευρώ που ισχύει σήμερα για τον άγαμο μισθωτό και συνταξιούχο θα μειωθεί στα 1.100 ευρώ.
Για παράδειγμα μισθωτός χωρίς παιδιά με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα 8.700 ευρώ, ο οποίος σήμερα πληρώνει μόλις 14 ευρώ τον χρόνο, με τη μείωση του αφορολογήτου ορίου στις 5.000 ευρώ η φορολογική του επιβάρυνση θα εκτοξευθεί στα 814 ευρώ τον χρόνο. Επίσης όσοι έχουν ετήσιο εισόδημα 9.000 ευρώ θα δουν το φόρο εισοδήματος να αυξάνεται από τα 80 ευρώ στα 880 ευρώ.
Όσο πιο χαμηλό είναι το ετήσιο εισόδημα τόσο πιο μεγάλη θα είναι η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης και κατά συνέπεια η εισοδηματική απώλεια. Μισθωτοί και συνταξιούχοι με ετήσια εισοδήματα πάνω από 12.000 ευρώ και μέχρι 60.000 ευρώ θα δουν τις ετήσιες φορολογικές επιβαρύνσεις τους να αυξάνονται κατά 800 ευρώ.
Προσγείωση στις 5.000 ευρώ
Πιο συγκεκριμένα στην περίπτωση που το αφορολόγητο προσγειωθεί στις 5.000 ευρώ:
- Μισθωτοί και συνταξιούχοι με πραγματικά ετήσια εισοδήματα πάνω από 5.000 και μέχρι 12.000 ευρώ θα κληθούν είτε για πρώτη φορά να πληρώσουν φόρο για τα εισοδήματά τους είτε θα πληρώσουν υψηλότερο φόρο εισοδήματος από 20 έως και 800 ευρώ ετησίως. Επίσης όσοι έχουν ετήσιο εισόδημα 9.000 ευρώ θα δουν το φόρο εισοδήματος να αυξάνεται από τα 80 ευρώ στα 880 ευρώ. Όσο πιο χαμηλό είναι το ετήσιο εισόδημα τόσο πιο μεγάλη θα είναι η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης που κατά συνέπεια η εισοδηματική απώλεια. Μάλιστα πολλοί μισθωτοί και συνταξιούχοι με πενιχρά εισοδήματα χαμηλότερα των 5.000 ευρώ θα πιαστούν στην τσιμπίδα των τεκμηρίων και θα φορολογηθούν.
Για παράδειγμα ένας άγαμος μισθωτός με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα 20.000 ευρώ σήμερα επιβαρύνεται με φόρο εισοδήματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης συνολικού ύψους 2.676 ευρώ. Αν το αφορολόγητο όριο μειωθεί στις 5.000 ευρώ τότε ο συγκεκριμένος μισθωτός θα δει τη συνολική φορολογική επιβάρυνση του να «φουσκώνει» κατά 800 ευρώ και να διαμορφώνεται στις 3.476 ευρώ.
- Μισθωτοί με ετήσια εισοδήματα άνω των 60.000 ευρώ θα υποστούν πρόσθετες επιβαρύνσεις 800 ευρώ τον χρόνο.
Αύξηση ΦΠΑ
Αύξηση του μεσαίου συντελεστή ΦΠΑ από το 13% στο 14% . Τυχόν εφαρμογή του μέτρου αυτού, που εκτιμάται ότι μπορεί να αποφέρει έσοδα της τάξης των 300 εκατ. ευρώ θα έχει ως συνέπεια να σημειωθούν ανατιμήσεις σε:
- βασικά είδη διατροφής, όπως τα νωπά κρέατα, τα ψάρια, το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα λαχανικά και τα βρώσιμα φρούτα, τα δημητριακά, τα άμυλα και τα προϊόντα αλευροποίιας, το ελαιόλαδο, τα παρασκευάσματα για τη διατροφή των παιδιών, το ψωμί, τα ζυμαρικά, τα φυσικά νερά,
- φαρμακευτικά προϊόντα,
- είδη και τις συσκευές ορθοπεδικής,
- λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και ύδρευσης,
- υπηρεσίες διαμονής σε ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα.
Στο στόχαστρο και οι φοροαπαλλαγές
Οι ελάχιστες φοροαπαλλαγές που έχουν απομείνει για τα φυσικά πρόσωπα βρίσκονται στο στόχαστρο και εξετάζεται:
Κατάργηση έκπτωσης στη μηνιαία παρακράτηση φόρου. Σήμερα κατά την μηνιαία παρακράτηση φόρου στις μισθωτές υπηρεσίες διενεργείται έκπτωση 1,5%. Από την κατάργηση της μειωμένης παρακράτησης για 2,9 εκατ. μισθωτούς, το ελληνικό δημόσιο θα έχει όφελος ύψους 67,9 εκατ. ευρώ, ενώ για τους φορολογούμενους σημαίνει περαιτέρω μείωση του μηνιαίου διαθέσιμου εισοδήματος.
Αύξηση φόρου
Για παράδειγμα, έγγαμος δημόσιος υπάλληλος χωρίς παιδιά με ετήσιο εισόδημα 15.000 ευρώ ή 1.250 ευρώ τον μήνα έχει μηνιαία παρακράτηση φόρου 120,33 ευρώ. Με την κατάργηση της έκπτωσης του 1,5% η παρακράτηση φόρου αυξάνεται στα 122,13 ευρώ τον μήνα.
Περικοπή της φοροαπαλλαγής για τις ιατρικές δαπάνες. Σήμερα προβλέπεται έκπτωση φόρου 10% επί της δαπάνης για όσους δηλώνουν ιατρικά έξοδα που υπερβαίνουν το 5% του ετήσιου εισοδήματός τους. Δηλαδή για εισόδημα της τάξης των 10.000 ευρώ η εφορία θα αναγνωρίσει ιατρικές δαπάνες 500 ευρώ και η έκπτωση φόρου θα είναι 50 ευρώ. Η μείωση ή ενδεχομένως και κατάργηση της έκπτωσης αφορά περίπου 1,9 εκατ. φορολογούμενους που κάνουν χρήση της συγκεκριμένης φοροαπαλλαγής. Σε κάθε περίπτωση, η χορήγηση της έκπτωσης για τα ιατρικά έξοδα θα συνδεθεί με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές αφού θα αναγνωρίζονται προς έκπτωση μόνο οι δαπάνες που γίνονται με την χρήση πλαστικού χρήματος ή μέσω τράπεζας ή e-banking.
Επίδομα θέρμανσης. Το κονδύλι το οποίο έχει ήδη περικοπεί κατά 50% από την περίοδο 2015-2016 αναμένεται να περιορισθεί ακόμη περισσότερο για τη περίοδο 2017 - 2018. Σήμερα οι δικαιούχοι του επιδόματος θέρμανσης λαμβάνουν συνολικά 105 εκατ. ευρώ, ποσό που αναμένεται να περιορισθεί στα 55 εκατ. ευρώ.
Φοιτητικό επίδομα: Στη λίστα των επιδομάτων που είναι υποψήφια για περικοπή ή κατάργηση περιλαμβάνεται και το φοιτητικό στεγαστικό επίδομα των 1.000 ευρώ. Σημειώνεται ότι προϋπόθεση για τη χορήγηση του φοιτητικού επιδόματος είναι το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα του προηγούμενου έτους να μην υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ προσαυξανόμενο κατά 3.000 ευρώ για κάθε προστατευόμενο παιδί πέραν του ενός.