Με δεδομένη την αρνητική αυτή κατάσταση στους κόλπους των δανειστών, η Ελλάδα καλείται να προτείνει μια συμβιβαστική λύση που θα εμπεριέχει μια κοινά αποδεκτή πρόταση για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018.
«Όσο καθυστερεί να κλείσει η αξιολόγηση, τόσο τα προβλήματα για την ελληνική οικονομία θα διογκώνονται", δήλωσε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος (φωτογραφία), ερωτηθείς από δημοσιογράφους για τις εξελίξεις μετά και τη χθεσινή συνεδρίαση του Eurogroup.
Ο ίδιος συνέχισε: "Είναι άμεση η ανάγκη να υπάρξει μία συμβιβαστική λύση μεταξύ των δανειστών και της ελληνικής κυβέρνησης προκειμένου να μη χαθεί άλλος χρόνος και η χώρα μας να ενταχθεί εγκαίρως στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Βεβαίως για την καθυστέρηση το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης βαρύνει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ, που όσο κι αν προσπαθούν να πείσουν για το αντίθετο, δε συμφωνούν ούτε καν με το σημερινό πρόγραμμα που βρίσκεται σε ισχύ, πόσο μάλλον δε για το τι πρέπει να γίνει μετά το 2018.
Με δεδομένη την αρνητική αυτή κατάσταση στους κόλπους των δανειστών, η Ελλάδα καλείται να προτείνει μια συμβιβαστική λύση που θα εμπεριέχει μια κοινά αποδεκτή πρόταση για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 και ενδεχομένως κάποια μέτρα που θα πείθουν τους δανειστές ότι υπάρχουν δομικές αλλαγές στη δημοσιονομική μας πολιτική που θα σταθεροποιήσουν σε βάθος χρόνου τους οικονομικούς δείκτες και δε θα προκληθούν νέες μαύρες τρύπες.
Μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε να είναι η δέσμευση για πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,5% του ΑΕΠ μετά το 2018 και η υιοθέτηση μέτρων προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών βαρών κατά 1% του ΑΕΠ στις επιχειρήσεις, που θα ενίσχυαν την παραγωγική διαδικασία στη χώρα μας, βάζοντας μπρος τη μηχανή της ανάπτυξης.
Επαναλαμβάνω, βέβαια, ότι πρωτίστως θα πρέπει να ξεκαθαριστεί, ιδιαίτερα από τους ευρωπαίους εταίρους, αν μπορούν «να συνυπάρξουν» με το ΔΝΤ και τις ακραίες απαιτήσεις του ή όπως συμβαίνει και σήμερα, να συνεχιστεί το ελληνικό πρόγραμμα, είτε χωρίς το ΔΝΤ που ούτως ή άλλως τα τελευταία χρόνια δε χρηματοδοτεί την Ελλάδα, είτε με την παραμονή του στο πρόγραμμα ως απλού συμβούλου ή παρατηρητή».