Θέλει ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ να διαλύσει την ΕΕ; Δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση ξεκάθαρα, αλλά οι ενδείξεις που έχει εκπέμψει υπαινίσσονται πως το μπλοκ θα πρέπει να θεωρήσει την πιθανή απειλή πιο σοβαρή απ’ ότι είναι.
Απλά σκεφτείτε αυτή τη δήλωση του Τεντ Μάλοξ, του ανθρώπου που γενικά φημολογείται ότι θα είναι ο πρέσβης του κ. Τραμπ στην ΕΕ. Ο κ. Μάλοξ, καθηγητής στο Henley Business School στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ, δήλωσε ότι θέλει να «σορτάρει το ευρώ». Το κοινό νόμισμα βρίσκεται σε κίνδυνο κατάρρευσης μέσα στους επόμενους 18 μήνες, υποστήριξε.
Κι εγώ ο ίδιος δεν είμαι και ο πιο αισιόδοξος για το ευρώ, αλλά μετά χαράς θα δεχόμουν αυτό το στοίχημα. Το χειρότερο σενάριο για το ευρώ δεν είναι η καταστροφή του, αλλά η απώλεια ενός από τα μέλη του.
Πιο ανησυχητικό για την ΕΕ από έναν σκληρό, επίδοξο διπλωμάτη, είναι οι εμπορικές διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν τη συνάντηση της περασμένης εβδομάδας μεταξύ του κ. Τραμπ και της Τερέζα Μέι, της Βρετανίδας πρωθυπουργού.
Οι αντιτιθέμενοι στο Brexit στη Βρετανία, έχουν απορρίψει την πιθανότητα μιας εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ, στη λογική ότι η προστατευτική ατζέντα του κ. Τραμπ θα επηρεάσει επίσης και τη Βρετανία. Πέραν αυτού, αυτή η συμφωνία δε θα έχει να κάνει κυρίως με το εμπόριο. Θα είναι μια πολιτική συμφωνία, ένα όχημα για να καλλιεργηθεί η διάσταση απόψεων μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρωπαϊκής Ένωσης, η μοναδική εμπορική συμφωνία όπου μπορεί ο κ. Τραμπ να είναι πιο ήπιος για στρατηγικούς λόγους.
Γι’ αυτό η σκληρή διαπραγματευτική ρητορική για το Brexit, από κάποιους πολιτικούς στις Βρυξέλλες, είναι αντιπαραγωγική: διότι «σπρώχνει» τη Βρετανία στην αγκαλιά του κ. Τραμπ. Είναι προς το συμφέρον της ΕΕ να διατηρήσει μια ανοικτή σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Βρετανία θα έχει περισσότερα οφέλη από μια δίκαιη συμφωνία με την Ευρώπη, απ’ ότι σε σχέση με την πλέον φιλική συμφωνία με τον κ. Τραμπ. Η Βρετανία πάντα θα κάνει περισσότερο εμπόριο με την ΕΕ, απ’ ότι με τις ΗΠΑ. Η γεωγραφία έχει σημασία.
Δεύτερο ανησυχητικό και ίσως ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος για την εσωτερική συνοχή της ΕΕ, θα ήταν μια μονομερής άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, από τον κ. Τραμπ. Αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη, αλλά αν γίνει, θα «βυθίσει» επίτηδες τη διαδικασία του Μινσκ, μέσω της οποίας η ΕΕ, η Ρωσία και η Ουκρανία έχουν οργανώσει την τριμερή τους σχέση μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Οι ευρωπαϊκές κυρώσεις θα είναι, τότε, όχι μόνο πολιτικά, αλλά και φυσικά αδύνατο να διατηρηθούν. Οι Ευρωπαίοι επενδυτές θα έχουν την ικανότητα να παρακάμψουν εύκολα πολλούς από τους περιορισμούς.
Μια τέτοια απόφαση, πιθανώς θα αποσταθεροποιούσε και θα απομόνωνε την Άνγκελα Μέρκελ, τη Γερμανίδα καγκελάριο, της οποίας ο ρόλος έχει σταθεί καθοριστικός στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής διπλωματίας απέναντι στη Ρωσία, τόσο εγχώρια όσο και στην ΕΕ. Αυτό θα προσφέρει ένα πλεονέκτημα στους κυβερνητικούς εταίρους της, τους Σοσιαλδημοκράτες, ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, ο Σοσιαλδημοκράτης Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, είναι υπέρ μιας σταδιακής κατάργησης των κυρώσεων. Μια μονομερής απόφαση από τις ΗΠΑ να άρουν τις κυρώσεις, πιθανώς θα απομονώσει την κ. Μέρκελ τόσο στη χώρα της όσο και στην ΕΕ.
Ενόψει αυτών των απειλών, η ΕΕ θα πρέπει να εξετάσει τις τέσσερις ακόλουθες ενέργειες:
Πρώτον, εγώ θα παρότρυνα μια άμεση αύξηση στη δαπάνη για την άμυνα στο 2%, για να απαντηθεί η δέσμευση στο ΝΑΤΟ. Πολλές χώρες της ΕΕ είναι εκτεθειμένες σε κατηγορίες πως δεν έχουν συνδράμει αυτό που τους αναλογεί. Με τις εκλογικές μάχες που πλησιάζουν στη Γαλλία και τη Γερμανία, και κατά πάσα πιθανότητα στην Ιταλία, αυτή δεν είναι η καλύτερη εποχή ώστε η ΕΕ να ξεκινήσει μια μεγάλη, κοινή πρωτοβουλία για την άμυνα, πέραν του τι ήδη έχει προγραμματιστεί. Αλλά μια αύξηση στη σχετική δαπάνη μπορεί να επιτευχθεί.
Δεύτερον, η ΕΕ θα πρέπει να επιταχύνει τις συζητήσεις με τη Βρετανία γύρω από το Άρθρο 50, το μηχανισμό εξόδου από την ένωση. Οι Βρυξέλλες θα πρέπει να προσπαθήσουν να διαπραγματευτούν μια προσωρινή, περιορισμένη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που θα απαιτεί την έγκριση μόνο των ευρωπαϊκών θεσμών, αντί για τα εθνικά κοινοβούλια των υπόλοιπων 27 κρατών μελών. Μια γρήγορη «προ-συμφωνία» Brexit θα ωφελήσει και τις δύο πλευρές. Μια πιο ολοκληρωμένη συμφωνία θα μπορούσε να έρθει αργότερα.
Τρίτον, η ΕΕ θα πρέπει να εξετάσει την πιθανότητα μιας οικονομικής σχέσης με την Κίνα. Η απόφαση του κ. Τραμπ να αποσυρθεί από την TPP και η πλέον βέβαιη κατάρρευση της TTIP μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ, θα ανοίξουν το δρόμο για νέες οικονομικές συμμαχίες.
Τέταρτον, η ΕΕ θα χρειαστεί να «διορθώσει» την ευρωζώνη, όχι μόνο για να απογοητεύσει το προτεινόμενο σορτάρισμα του καθηγητή Μάλοξ. Αυτή η κρίσηδιανύει την όγδοη χρονιά της. Η ΕΕ χρειάζεται να σταματήσει να λογομαχεί για την Ελλάδα ή να αγχώνεται για το αν το ευρώ μπορεί να επιβιώσει μετά τις επόμενες ιταλικές εκλογές. Δεν μένουν πολλές επιλογές για την επιδιόρθωση της ευρωζώνης. Η ιστορία των νομισματικών ενώσεων μάς έχει δείξει ότι χρειάζεται να ενσωματωθεί σε μια πολιτική ένωση προκειμένου να είναι βιώσιμη.
Το ένστικτο της ΕΕ την τελευταία δεκαετία, της έλεγε να κάνει όσα λιγότερα ήταν απαραίτητα –μια πολιτική που την άφησε αξιοθρήνητα αδύναμη. Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να σταματήσουν να ξεφυσάνε για τον κ. Τραμπ, αλλά να κοιτάξουν τι χρειάζεται να κάνει η ΕΕ. Δε θα μπορέσει απλά να τα κουτσοκαταφέρει για τα τέσσερα χρόνια, πόσο μάλλον οκτώ, μιας προεδρίας Τραμπ.