Την τεράστια διαφορά στις εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία μεταξύ Ευρώπης και ΔΝΤ αντανακλούν οι χειμερινές προβλέψεις της Κομισιόν για την Ευρωπαϊκή οικονομία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βλέπει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 κινήθηκε στη ζώνη του 2% του ΑΕΠ έναντι 0,9% του ΑΕΠ που προβλέπει το ΔΝΤ στην έκθεση για το άρθρο 4 που δόθηκε στη δημοσιότητα μόλις την προηγούμενη εβδομάδα.
Για την τρέχουσα χρονιά εκτιμά ότι θα πιαστεί ο στόχος του 1,75% του ΑΕΠ τη στιγμή που το ΔΝΤ εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα υπερβεί το 1% του ΑΕΠ. Και αυτό γιατί εκτιμά ότι ένα μέρος της υπεραπόδοσης του 2016 είναι μονίμου χαρακτήρα. Οσο για το 2018 χαρακτηριστική είναι η εξής αναφορά: «οι ισχυρές επιδόσεις στα έσοδα που έχουν παρατηρηθεί μέχρι τώρα ιδιαίτερα το 2016, με τη στήριξη των συνεχιζόμενων μεταρρυθμίσεων της διαχείρισης των εσόδων, υποδηλώνει σημαντικά ανοδικά ρίσκα στις προβλέψεις, αποτελώντας καλό οιωνό για την επίτευξη του στόχου και το 2018».
Ανακάμπτει
Η Ελληνική οικονομία αναπτύσσεται σταδιακά από την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος του ESM, σύμφωνα με τη χειμερινή πρόβλεψη της Κομισιόν. Όπως αναφέρει η εκθεση το πιο αισιόδοξο οικονομικό κλίμα στηρίζει την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης, κάτι που αντανακλάται και στις εξελίξεις στην αγορά εργασίας. Τα δημόσια οικονομικά εμφανίζουν καλύτερες του αναμενόμενου επιδόσεις και οι γενικότερες οικονομικές προοπτικές παραμένουν θετικές, αν και υπόκεινται σε πτωτικά ρίσκα.
Η ανάπτυξη του γ’ τριμήνου παραπέμπει στην προοπτική διατηρήσιμης ανάκαμψης
Σύμφωνα με την Κομισιόν, η Ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 0,8% σε τριμηνιαία βάση (1,8% σε ετήσια βάση) το γ’ τρίμηνο του 2016 σε εποχικά προσαρμοσμένους όρους, μετά από ανάπτυξη 0,4% (σε τριμηνιαία βάση) το β’ τρίμηνο του 2016. Βασικοί «οδηγοί» της ανάπτυξης ήταν η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές. Αν και μέρος των αυξήσεων αυτών εξηγείται από τα base effects (τις επιδράσεις της βάσης σύγκρισης), οι βραχυπρόθεσμοι δείκτες συνολικά δείχνουν προς θετική ανάπτυξη το 2016. Η οικονομική δραστηριότητα έχει αυξηθεί στη βιομηχανία, στον λιανικό τομέα και στον τουρισμό, ενώ οι εξαγωγές έχουν επίσης ανακτήσει την ισχύ τους μετά το σοκ του 2015.
Η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται ότι άγγιξε το 0,3% το 2016, αντανακλώντας τη βελτίωση της επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης από την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος του ESM και την καλή πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην εκκαθάριση των καθυστερούμενων του δημοσίου τομέα, η οποία έχει οδηγήσει σε υψηλότερη ρευστότητα στον επιχειρηματικό τομέα.
Υπό την προϋπόθεση της έγκαιρης ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος του ESM, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να αυξήσει ταχύτητα το 2017 με ανάπτυξη 2,7%, αμέσως μετά και ως αποτέλεσμα της βελτίωσης των χρηματοοικονομικών συνθηκών εν μέσω μιας σταδιακής χαλάρωσης των capital controls, εκτιμά η Κομισιόν. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις προβλέπεται να επιταχυνθούν και η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών να γίνει θετική. Το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να συνεχίσει να ανακάμπτει με εύρωστο ρυθμό το 2018, με ρυθμό ανάπτυξης 3,1%.
Η αγορά εργασίας
Η αγορά εργασίας βελτιώνεται τα τελευταία δυο χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 2,4% κατά μέσο όρο τους πρώτους 10 μήνες του 2016 και προβλέπεται να αναπτυχθεί με ένα σταθερό μέσο ρυθμό 2,2% μέχρι το 2018. Η ανεργία εκτιμάται ότι μειώθηκε στο 23,4% το 2016, έναντι του ετήσιου μέσου όρου του 24,9% το 2015. Η ανεργία αναμένεται να μειωθεί σταθερά κατά την προβλεπόμενη περίοδο, στηριζόμενη από την επίπτωση των μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας που στηρίζουν τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης και του ορισμού των μισθών.
Η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών στην ανάπτυξη πιθανότατα παρέμεινε αρνητική το 2016, καθώς οι εισαγωγές αυξήθηκαν ταχύτερα από τις εξαγωγές εν μέσω υψηλότερης εγχώριας ζήτησης. Για τη συνέχεια, οι καθαρές εξαγωγές αναμένεται να γίνουν θετικές, καθώς η βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα και οι υψηλότερες επενδύσεις στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών δίνουν ώθηση στις εξαγωγές.
Η μείωση του επιπέδου τιμών σταμάτησε το 2016 λόγω της υψηλότερης έμμεσης φορολογίας και των αυξανόμενων τιμών του πετρελαίου. Οι παράγοντες αυτοί αναμένεται επίσης να στηρίξουν μια μέτρια ανάκαμψη του πληθωρισμού το 2017 και 2018, μαζί με την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης. Κατά την προβλεπόμενη περίοδο, οι μισθοί αναμένεται να αυξηθούν μαζί με την ανάκαμψη της εργατικής παραγωγικότητας.
Ρίσκο η καθυστέρηση στην αξιολόγηση
Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, τα πτωτικά ρίσκα σχετίζονται κυρίως με τις αβεβαιότητες για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος του ESM και εξωτερικούς παράγοντες όπως οι διεθνείς και περιφερειακές γεωπολιτικές και οικονομικές εντάσεις, καθώς και η προσφυγική κρίση.
Υπεραπόδοση στα δημοσιονομικά
Η Ελλάδα προβλέπεται να φτάσει σε ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης -1,1% του ΑΕΠ το 2016. Έχοντας υπεραποδώσει στο στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2015, η Ελλάδα αναμένεται να υπεραποδώσει σημαντικά –κατά περίπου 1 ½ του ΑΕΠ- του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ και για το 2016 (σ.σ. σύμφωνα με τον ορισμό του προγράμματος), εκτιμά η Κομισιόν.
Η σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής τείνει προς την πλευρά των εσόδων εν μέσω περιορισμένης ανάπτυξης των δαπανών. Αυτό έρχεται μετά την υιοθέτηση σημαντικού δημοσιονομικού πακέτου στο πλαίσιο της πρόβλεψης της πρώτης αξιολόγησης για απόδοση 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2018, φέρνοντας τη συνολική δημοσιονομική προσαρμογή από τότε που ξεκίνησε το πρόγραμμα του ESM στο 4,2% του ΑΕΠ.
Τα υψηλότερα του προβλεπόμενου έσοδα προέρχονται πρωτίστως από τη δυναμική ανάπτυξη των υποκείμενων (underlying) φορολογικών βάσεων, ιδιαίτερα για την έμμεση φορολογία και τον εταιρικό φόρο εισοδόματος. Υπάρχουν ωστόσο και αρκετοί παράγοντες που δεν θα επαναληφθούν, οι οποίοι σχετίζονται με την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων από προηγούμενα έτη και τις επιπτώσεις της αύξησης αποθεμάτων εν όψει της αύξησης το 2017 της φορολογίας του καπνού.
Πιάνει το στόχο του 2017, βάζει τις βάσεις και για το 2018
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα μέτρα που έχουν υιοθετηθεί (ιδιαίτερα τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και τις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις), και τον προϋπολογισμό του 2017, η Ελλάδα προβλέπεται να επιτύχει τον στόχο του προγράμματος του ESM για πρωτογενές ισοζύγιο 1,75% του ΑΕΠ το 2017, ακόμα και μετά την έναρξη του προγράμματος του Εγγυημένου Κατώτατου Μισθού, σύμφωνα με την Κομισιόν.
Οι ισχυρές επιδόσεις στα έσοδα που έχουν παρατηρηθεί μέχρι τώρα ιδιαίτερα το 2016, με τη στήριξη των συνεχιζόμενων μεταρρυθμίσεων της διαχείρισης των εσόδων, υποδηλώνει σημαντικά ανοδικά ρίσκα στις προβλέψεις, αποτελώντας καλό οιωνό για την επίτευξη του στόχου και το 2018.
Τα πτωτικά ρίσκα περιλαμβάνουν την πιθανότητα οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις του 2017 να αποφέρουν λιγότερα του αναμενόμενου λόγω των ρίσκων εφαρμογής και των επιπτώσεων των αβεβαιοτήτων για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος του ESM.
Οι αρχές αναμένεται να υιοθετήσουν την Μεσοπρόθεσμη Δημοσιονομική Προσαρμογή για το 2018-2021, περιλαμβανομένων των όποιων προσαρμογών στις δημοσιονομικές πολιτικές που θα απαιτηθούν, προκειμένου να διασφαλιστεί η επίτευξη του στόχου του προγράμματος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Γενικά, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να φτάσει το -1,1% του ΑΕΠ το 2017 για να βελτιωθεί στο 0,7% του ΑΕΠ το 2018. Σε διαρθρωτικούς όρους, δεδομένου του κενού στην παραγωγή, που παραμένει μεγάλο, το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να φτάσει στο 2 1/3 του ΑΕΠ το 2017 και στο 2 ½ του ΑΕΠ του 2018.
Το χρέος
Μετά και ως αποτέλεσμα του δημοσιονομικού αποτελέσματος που προβλέπεται για το 2016 και της προσαρμογής που σχετίζεται στην εκκαθάριση των καθυστερούμενων οφειλών, το χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί από το 177,4% το 2015 στο 179,7% το 2016. Η βελτιωμένη δημοσιονομική θέση και η ισχυρότερη ανάπτυξη του ΑΕΠ αναμένεται να θέσουν το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε πτωτικό δρόμο αρχής γενομένης το 2017.
Οι δαπάνες για τόκους προβλέπεται να μειωθούν κατά την προβλεπόμενη περίοδο καθώς τα παλαιά δάνεια αντικαθίστανται από νέα δάνεια οικονομικής βοήθειας με χαμηλότερα επιτόκια. Η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος το 2017 και 2018 θα αυξήσουν τις δαπάνες για τόκους βραχυπρόθεσμα, όμως θα τις μειώσουν μακροπρόθεσμα και θα εξομαλύνουν το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής χρέους.