Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου προκλήθηκε ένα «δημοκρατικό κύμα». Η πολιτική ελευθερία εξαπλώθηκε από τα παραδοσιακά της προπύργια στη δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ και χώρες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους όπως η Πολωνία, η Νότια Αφρική και η Ινδονησία, έγιναν δημοκρατικές.
Αλλά τώρα η διαδικασία φαίνεται να έχει αντιστραφεί. Ένα κύμα απολυταρχισμού που ξεκίνησε εκτός των ώριμων δημοκρατιών της Δύσης έχει φτάσει στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.
Η αναβίωση των απολυταρχικών συμπεριφορών και πρακτικών που εμφανίστηκε πρώτα στις νεόκοπες δημοκρατίες, όπως η Ρωσία, η Ταϊλάνδη και οι Φιλιππίνες, έχει επεκταθεί τώρα και στη δυτική πολιτική πραγματικότητα.
Η Πολωνία και η Ουγγαρία έχουν κυβερνήσεις με αυταρχικές τάσεις. Η πιο δραματική εξέλιξη είναι η εκλογή του προέδρου των ΗΠΑ που θεωρεί τον ελεύθερο τύπο «εχθρό» και έχει ελάχιστο σεβασμό για την ανεξάρτητη δικαιοσύνη.
Αυτό το κύμα απολυταρχισμού απειλεί να υπονομεύσει κάθε εύκολο συμπέρασμα για το πώς λειτουργεί η πολιτική. Η πεποίθηση ότι η πολιτική στις πλούσιες, ώριμες δημοκρατίες της Δύσης είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από αυτήν των δημοκρατιών της Λατινικής Αμερικής ή της Ασίας, μπορεί να χρειάζεται επανεξέταση. Η ιδέα πως η μεσαία τάξη και οι νέοι θα είναι πάντοτε οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της δημοκρατίας μοιάζει εξίσου αμφιλεγόμενη.
Η διάβρωση των δημοκρατικών αξιών στη Δύση παρουσιάστηκε πέρυσι σε ένα πολυσυζητημένο άρθρο των ακαδημαϊκών Ρομπέρτο Φόα και Γιάσα Μουνκ, το οποίο δημοσιεύτηκε λίγο πριν την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.
Το άρθρο υπογράμμιζε την άνοδο ενός αντι-δημοκρατικού κλίματος στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά σημεία είναι πως πλέον ένας στους έξι Αμερικανούς πιστεύει πως είναι καλό να κυβερνά ο στρατός, από έναν στους 16 το 1995. Και ενώ πάνω από το 70% των Αμερικανών που γεννήθηκαν το 1930 πιστεύει πως είναι πολύ σημαντικό να ζει κανείς σε μια δημοκρατία, μόνο το 30% όσων έχουν γεννηθεί τη δεκαετία του 1980 συμφωνεί.
Υπήρξε μια παρόμοια, αλλά λιγότερο αισθητή, υποχώρηση της πίστης στους δημοκρατικούς θεσμούς και στην Ευρώπη. Οι κ. Φόα και Μουνκ καταλήγουν στο συμπέρασμα «ότι τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς θεσμούς όπως το κοινοβούλιο ή τα δικαστήρια έχει υποχωρήσει σημαντικά σε όλες τις ώριμες δημοκρατίες στη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη».
Οι κ. Φόα και Μουνκ επικεντρώνονται στη Δύση. Αλλά η αναβίωση του απολυταρχισμού είναι ακόμα πιο ορατή σε χώρες που ήταν κάποτε τα σύμβολα του δημοκρατικού κύματος, όπως οι Φιλιππίνες που ανέτρεψαν το καθεστώς Μάρκος το 1986, η Ρωσία, όπου η κυριαρχία του κουμμουνιστικού κόμματος έληξε το 1991 και η Νότια Αφρική, η οποία έβαλε τέλος στο Απαρτχάιντ το 1994. Και οι τρεις χώρες έχουν διατηρήσει βασικά συστατικά της δημοκρατίας, όπως οι εκλογές. Αλλά έχουν γνωρίσει μια διάβρωση των δημοκρατικών κανόνων και τον ενστερνισμό μιας προσωποποιημένης άσκησης της εξουσίας, που έχει επιτρέψει στην διαφθορά να ανθήσει.
Στη Ρωσία, η οικονομική κατάρρευση και η ανομία της δεκαετίας του 1990 δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για μια αναβίωση της απολυταρχίας υπό τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο Ρώσος πρόεδρος έχει δημιουργήσει ένα μοντέλο ήπιας απολυταρχίας, που συνδυάζει τον εθνικισμό, τον λαϊκισμό, τη διαφθορά, τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης και μια στενή συνεργασία ανάμεσα στην προεδρία και μια πλούσια ολιγαρχία. Μπορεί να μην είναι τυχαίο πως ορισμένες από τις πιο συγκροτημένες προειδοποιήσεις κατά του Τραμπ προήλθαν από Ρώσους αντιφρονούντες, όπως ο Γκάρι Κασπάροφ και η Μάσα Γκέσεν.
Ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε, ο αυταρχικός πρόεδρος των Φιλιππινών, έχει αντιγράψει στην κυριολεξία το εγχειρίδιο του Πούτιν. Η στήριξη του προς πολιτοφυλακές έχει τρομάξει τους φιλελεύθερους Φιλιππινέζους αλλά έχει βρει ανταπόκριση σε έναν κόσμο που είναι φοβισμένος από το έγκλημα και τα ναρκωτικά. Ο κ. Ντουτέρτε είχε απήχηση και στους νέους ψηφοφόρους, οι οποίοι έχουν λίγες αναμνήσεις από τον αγώνα για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στις Φιλιππίνες.
Το ίδιο μοτίβο απειλεί και την Νότια Αφρική. Η προεδρία του Τζέικομπ Ζούμα αντιμετωπίζει μια έκρηξη της διαφθοράς και μια αυξανόμενη πίεση στα μέσα και σε ανεξάρτητα τμήματα της κυβέρνησης. Πολλοί φιλελεύθεροι Νοτιοαφρικάνοι ελπίζουν ότι το τέλος της εποχής Ζούμα θα οδηγήσει σε μια αναβίωση της δημοκρατίας. Αλλά τα πράγματα δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Σάιμον Φριμάντλ, οικονομικός αναλυτής στην Standard Bank, προειδοποιεί ότι «ελλοχεύει η στιγμή Τραμπ της Νότιας Αφρικής».
Επικαλείται έρευνες που δείχνουν πως η γενιά «των γεννημένων ελεύθερων», όσων γεννήθηκαν μετά την απελευθέρωση του Νέλσον Μαντέλα το 1990, στηρίζουν λιγότερο τη δημοκρατία από ότι οι άνθρωποι με μνήμες από τον αγώνα κατά του Απαρτχάιντ.
Υπάρχει επίσης και αύξηση της στήριξης στην Νότια Αφρική για μια απέλαση των παράνομων μεταναστών σαν αυτή που επιχειρεί ο Τραμπ.
Τι είναι αυτό που συνδέει τη διάβρωση της στήριξης προς τη δημοκρατία σε χώρες τόσο διαφορετικές όπως η Ρωσία, οι Φιλιππίνες, η Νότια Αφρική και οι ΗΠΑ; Είναι ότι για πολλούς ψηφοφόρους η δημοκρατία αποτελεί ένα μέσο προς ένα στόχο, όχι ένα στόχο αυτό καθαυτό. Αν ένα σύστημα δεν καταφέρει να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, όπως στην Νότια Αφρική, ή ασφάλεια, όπως στις Φιλιππίνες, ή συνδέεται με μια στασιμότητα στο επίπεδο διαβίωσης, όπως στις ΗΠΑ, τότε ορισμένη ψηφοφόροι θα δελεαστούν από την απολυταρχική εναλλακτική.
Μια στροφή προς τον απολυταρχισμό είναι ακόμα πιο πιθανή, στο πλαίσιο της αύξησης των ανισοτήτων, όταν το πολιτικό και οικονομικό σύστημα φαίνεται να είναι «στημένο» προς όφελος μιας κλειστής ομάδας προνομιούχων.
Φυσικά, θα υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι που βλέπουν την πολιτική ελευθερία ως αξία αυτή καθαυτή, κάτι που είναι αδιαχώριστο από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αλλά οι αντιφρονούντες που είναι διατεθειμένοι να πάνε στη φυλακή για να στηρίξουν την ελευθερία του λόγου είναι λίγοι. Ο Ρόναλντ Ρήγκαν, πρόεδρος των ΗΠΑ που έζησε τα τελευταία χρόνια του ψυχρού πολέμου, ευχαριστιόταν να λέει πως η «ελευθερία έχει αποτέλεσμα».
Δυστυχώς, αν σταματήσουν να το πιστεύουν αυτό οι καθημερινοί άνθρωποι, ορισμένοι μπορεί να γυρίσουν την πλάτη τους στην ελευθερία.