Η αξιολόγηση δεν έχει κλείσει ακόμα. Αυτή είναι η αίσθηση που υπάρχει στην αγορά μία μέρα μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup, όπου η Ελληνική κυβέρνηση καλείται να θεσμοθετήσει άμεσα μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα, όπως η μείωση του αφορολογήτου και να ξανανοίξει το ασφαλιστικό όπως η μείωση της προσωπικής διαφοράς και τον επανυπολογισμό των συντάξεων, το οποίο κατά την αρμόδια υπουργό κυρία Έφη Αχτσιόγλου, έχει κλείσει. Εφόσον λοιπόν, περάσουν από τη Βουλή αυτά και εφόσον επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%), τότε οι θεσμοί θα αποφασίσουν τι μέλλει γενέσθαι με το χρέος, ενδεχόμενη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα (σ.σ. κάτι περισσότερο ρεαλιστικό, όπως είπε ο Γερούν Ντάισελμπλουμ) και βεβαίως η παροχή αντισταθμιστικών οφελών. Όχι βεβαίως, στο πνεύμα της 13ης σύνταξης, όπως είχε πράξει η κυβέρνηση τα περασμένα Χριστούγεννα, αλλά στο πνεύμα της ενίσχυσης ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων.
Υπό αυτό πρίσμα λοιπόν, οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης είναι συγκρατημένοι, αφού μέχρι το Eurogroup του Απριλίου θα πρέπει να έχουν περάσει τα «προαπαιτούμενα» με τη συνδρομή βεβαίως, του κουαρτέτου, που μετά την Καθαρά Δευτέρα έχει το «πράσινο φως» από τους θεσμούς να επιστρέψει στο Χίλτον.
Από την άλλη, «παγωμένη» δείχνει και η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στο ενδεχόμενο που ο πρωθυπουργός κ. Αλ. Τσίπρας θεωρήσει ασήκωτο το φορτίο για την κοινοβουλευτική του ομάδα, θα προκηρύξει εκλογές και η νέα κυβέρνηση που θα έρθει, θα είναι αυτή που θα πρέπει να ψηφίσει τα νέα μέτρα. Αν δεν γίνει κι αυτό, ο χρόνος στερεύει οριστικά στις αρχές Ιουνίου, τότε που η Ελλάδα θα βρεθεί για μία ακόμα φορά με την πλάτη στον τοίχο, αφού θα πρέπει να πληρώσει λήξεις ομολόγων ύψους 6,5 δις. ευρώ.
Το χειρότερο σενάριο, σύμφωνα με την αγορά πάντα, είναι να υπογραφεί και τέταρτο μνημόνιο, αλλά και οι τράπεζες να χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση στο τέλος του 2017 ή... bail in. Κάτι που μοιραία θα συμβεί αν η κυβέρνηση ή οι… κυβερνήσεις δεν ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των δανειστών της χώρας.
Τα μέτρα που αποφασίστηκαν είναι η μείωση του αφορολόγητου κοντά στα 6.000 ευρώ, το ψαλίδι σε 1.400.000 συντάξεις από 7% έως 30% και η αύξηση του ορίου ομαδικών απολύσεων από 5% σε 10% μηνιαίως. Στις συντάξεις οι περικοπές θα γίνουν σταδιακά από το 2020 έως το 2025. Οι μόνοι συνταξιούχοι που δεν κινδυνεύουν είναι όσοι λαμβάνουν από 550 έως 700 ευρώ και δεν ξεπερνούν τις 500.000.
Στα εργασιακά, το τοπίο εξακολουθεί να είναι θολό, ωστόσο οι δανειστές επιμένουν σε αύξηση του ορίου ομαδικών απολύσεων στο 10%, αλλά και κατάργηση της διοικητικής προέγκρισης που διατηρεί το υπουργείο Εργασίας. Πάντως, κύκλοι του υπουργείου Εργασίας σημειώνουν ότι «δεν υπάρχει κανένα ορθολογικό επιχείρημα που να δικαιολογεί την αλλαγή του ορίου των ομαδικών απολύσεων που επιδιώκουν οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και το ΔΝΤ», ενώ αναφέρει πως η εξειδίκευση των κριτηρίων για την έγκριση ή μη των ομαδικών απολύσεων δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.
Βάσει του νόμου που ισχύει σήμερα, ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 20 εργαζομένους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων.
Εξάλλου, το ΔΝΤ επιμένει στην αλλαγή του τρόπου λήψης των αποφάσεων για απεργιακές κινητοποιήσεις, ώστε να απαιτείται το 50% +1 των μελών του συνδικάτου, δηλαδή η κήρυξη απεργίας θα προϋποθέτει τη σύγκληση γενικής συνέλευσης.
Ακόμη οι δανειστές επιμένουν στην εξασφάλιση μεγαλύτερου χρόνου προειδοποίησης και υποχρεωτικά στάδια διαβουλεύσεων ανάμεσα στα σωματεία και την εργοδοτική πλευρά πριν από την κήρυξη της απεργίας.
Τέλος, οι δανειστές ζητούν αλλαγές και στη διαδικασία μεσολάβησης και διαιτησίας, ώστε να είναι «αντικειμενική και αμερόληπτη».
Στα «αντιμετρα»: η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35%, η επιστροφή του ΦΠΑ στην εστίαση στο 13% και στην ενέργεια στο 6%, τα οποία ωστόσο θα αποφασισθούν κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του κουαρτέτου.