Πριν από λίγες εβδομάδες, ο Αντρέα Ενρία, ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (EBA), πρότεινε τη δημιουργία μιας «bad-bank» με πανευρωπαϊκή δημόσια χρηματοδότηση.
Η ιδέα είναι η νέα οντότητα να αγοράσει τα συσσωρευμένα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που συνεχίζουν να επιβαρύνουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες (το ιταλικό τραπεζικό σύστημα προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία). Απορρίφθηκε άμεσα από γερμανικές «κυβερνητικές πηγές».
Αλλά ένα νέο άρθρο γνώμης των συναδέλφων του κ. Ενρία στην EBA, Πιέρς Χάμπεν και Μάριο Κουαλιαρέλο, δείχνει πως οι υπέρμαχοι της ιδέας δεν θα τα παρατήσουν χωρίς να δώσουν πρώτα μάχη. Αυτό είναι κάτι ενθαρρυντικό.
Αξίζει να επαναλάβει κανείς τον απλό λόγο υπέρ της απομάκρυνσης των προβληματικών δανείων και άλλων τοξικών στοιχείων ενεργητικού από τους ισολογισμούς μιας τράπεζας. Η αξία του ενεργητικού αυτού είναι αβέβαιη, αλλά πιθανότατα αρκετά μικρότερη από την λογιστική αξία. Αν η ποσότητα είναι αρκετά μεγάλη, αυτό σημαίνει ότι τίθεται σε αμφιβολία η βιωσιμότητα της τράπεζας που τα κατέχει.
Μια δυνητική ωρολογιακή βόμβα στο χαρτοφυλάκιο μιας τράπεζας μπορεί να την εμποδίσει να αναλάβει νέα ρίσκα και μπορεί να οδηγήσει τους πιστωτές της να χρεώσουν περισσότερα για να τη δανείσουν. Και τα δύο δημιουργούν μεγαλύτερη πίεση για περιχαράκωση παρά για αύξηση του δανεισμού.
Δεν θα ήταν κάτι ιδιαίτερα σημαντικό αν αφορούσε μόνο μια τράπεζα, αλλά θα μπορούσε να περιορίσει την οικονομική ανάπτυξη αν χαρακτήριζε το σύνολο του τραπεζικού συστήματος μιας οικονομίας. Μια πιστωτική ξηρασία είναι το τελευταίο που χρειάζεται μια οικονομία μετά από κρίση που έχει δημιουργήσει μεγάλους όγκους μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αντίθετα, η διευκόλυνση του τραπεζικού τομέα να χορηγήσει δάνεια μπορεί να ενισχύσει την ανάκαμψη.
Με τη συγκέντρωση των προβληματικών δανείων σε μια οντότητα που δεν είναι η ίδια επικεντρωμένη στην χορήγηση δανείων, η οποία συχνά αποκαλείται «bad bank», η οντότητα αυτή θα έχει χρόνο στη διάθεση της να εκκαθαρίσει τα στοιχεία ενεργητικού ή να τα αφήσει να λήξουν. Το σημαντικό είναι πως οι αποφάσεις για τα προβληματικά δάνεια δεν θα συνδεθούν με αποφάσεις που θα καθορίσουν την διαθεσιμότητα νέας πίστωσης στην οικονομία.
Για αυτό και είναι επιτακτικό να καθαρίζουν από τη «σαβούρα» οι ισολογισμοί των τραπεζών αμέσως μετά από μια οικονομική κρίση. Οι ΗΠΑ το έκαναν αυτό με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα από την Ευρώπη, που εξηγεί εν μέρει γιατί η ανάκαμψη της ήταν ισχυρότερη. Σε μικρότερη κλίμακα, η πιο ριζική προσέγγιση της Ισλανδίας στις τράπεζες της οδήγησε σε αποτελέσματα που μπορούν να συγκριθούν με αυτά της Ιρλανδίας (και αποτελούν μια καλύτερη εξήγηση για την οικονομική επίδοση των δύο χωρών από το 2008 και έπειτα από ότι τα διαφορετικά καθεστώτα συναλλαγματικών ισοτιμιών).
Γιατί αποδεικνύεται επανειλημμένα δύσκολο να γίνει το σωστό σε αυτό το ζήτημα; Επειδή η απομάκρυνση των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού από μια τράπεζα σημαίνει πως θα πρέπει να κατανεμηθούν κάπου οι ζημίες. Θα κατανεμηθούν είτε εντός της τράπεζας, η οποία είναι αναγκασμένη να απομειώσει τα αντίστοιχα στοιχεία ενεργητικού στην δίκαιη αξία τους, είτε θα αναληφθούν από τον αγοραστή των στοιχείων αυτών ο οποίος πληρώνει κάτι παραπάνω από την δίκαιη αξία, αφήνοντας την τράπεζα που τα πουλάει με μικρότερες απώλειες.
Στην πρώτη περίπτωση, μπορεί να τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα μιας τράπεζας, οδηγώντας στην αναδιάρθρωση ή την διάσωση της. Και οι δύο επιλογές είναι δυσάρεστες για τους περισσότερους πολιτικούς.
Στην τελευταία περίπτωση, τα χρήματα των φορολογουμένων θα τεθούν σε κίνδυνο, δεδομένου ότι ο οργανισμός που θα αναλάβει τα προβληματικά δάνεια μετά από μια συστημική κρίση θα έχει πιθανότατα κρατική στήριξη.
Αξίζει να σημειωθεί λοιπόν πως πολλά κρίνονται από την τιμή στην οποία μεταφέρονται τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού από μια τράπεζα στην «αποθήκη» που θα κρατηθούν. Είναι κάτι που θα περιλαμβάνει πάντοτε αρκετές εικασίες. Αλλά δύο πράγματα πρέπει να επισημανθούν. Αν η τιμή είναι κοντά στην δίκαιη αξία, δεν χρειάζεται να κοστίσει τίποτα στους φορολογούμενους (ή σε όποιον βάζει τους πόρους στην «bad bank»). Και υπάρχει ένα εύρος τιμών στο οποίο είναι αυτό εφικτό, γιατί η οικονομική αξία των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού για την «bad bank» θα έπρεπε να είναι υψηλότερη από ότι για την τράπεζα που επιβαρύνεται από αυτά.
Ο λόγος είναι πως ως δανειστής, η τράπεζα που τα πουλάει έχει αυστηρότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις από ότι μια εταιρεία διαχείρισης ενεργητικού, οπότε είναι αντιμέτωπη με μεγαλύτερο κόστος από την διακράτηση τους. Επίσης, μια εταιρεία διαχείρισης ενεργητικού, μη έχοντας άλλους στόχους και προτεραιότητες, μπορεί να προγραμματίσει την διάθεση του ενεργητικού της με πιο επωφελές τρόπο από ότι μια τράπεζα. Και τέλος, στις συστημικές κρίσεις, η μετακίνηση των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού εκτός του τραπεζικού συστήματος βελτιώνει την πίστωση και την ανάπτυξη της οικονομίας, που τονώνουν με τη σειρά τους την αξία αυτών των στοιχείων ενεργητικού.
Αυτό μας αφήνει με το ερώτημα: γιατί η «bad bank» πρέπει να είναι πανευρωπαϊκή. Οι Χάμπεν και Κουαλιαρέλο προσφέρουν κάποια καλά επιχειρήματα σε σχέση με τις οικονομίες κλίμακας και την τεχνογνωσία, καθώς και το αδιαμφισβήτητο επιχείρημα πως το ζήτημα των προβληματικών δανείων σε ορισμένα κράτη μέλη έχει επηρεάσει την ανάπτυξη στο σύνολο της νομισματικής ένωση (και την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη).
Είναι πολιτικά δύσκολο για αυτούς να δώσουν έμφαση στον πιο σημαντικό λόγο, ο οποίος είναι ο εξής: μια υπερεθνική «bad bank» είναι επιθυμητή γιατί οι εθνικές κυβερνήσεις δεν έχουν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αυτό από μόνο του είναι κατανοητό - οι εθνικές πολιτικές που αναγκάζουν τις σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από τα κράτη τράπεζες είναι απαράδεκτες – αν όχι συγχωρήσιμο. Αλλά μια η υπερεθνική ρυθμιστική δομή που αναδύεται τώρα ως μέρος της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης έχει τη δύναμη να πιέσει τις τράπεζες στην πώληση στοιχείων ενεργητικού που τις επιβαρύνουν σε μια μη επιδοτούμενη τιμή. Το μόνο που χρειάζεται, δεδομένης της έλλειψης ρευστότητας, είναι ένας αγοραστής.
Αν η Ε.Ε. ακολουθήσει την συμβουλή της EBA, τότε θα κερδίσει την ευγνωμοσύνη των ανέργων και των χαμηλόμισθων της Ευρώπης.