Μπορούσαμε να αποφύγουμε το πρόβλημα, τόσο το 2008, όσο το 2009 και το 2010, ώστε να μην είναι καταπιεστική η κατάσταση για την Ελλάδα όταν μπήκαμε στο μνημόνιο, ανέφερε o πρώην πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης από τους Δελφούς στο πλαίσιο του ετήσιου συμποσίου για την πολιτική και την οικονομία.
Σημείωσε ότι ο Γ. Παπανδρέου έκανε προϋπολογισμό που είχε στόχο να ανταποκριθεί στις προεκλογικές υποσχέσεις και το 2009 έδωσε παροχές. Θεωρούσε τότε ότι χρειάζονται μόνο ήπια μέτρα και θεσμικές αλλαγές, αποκλείοντας πολιτική όπως αυτή που ακολουθήθηκε το 1985 και το 2003.
Θύμισε ότι Γκαλμπρέιθ και Στίγκλιτς, που λειτούργησαν ως σύμβουλοι, ήταν υπέρ της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ και σημείωσε ότι οι διαπραγματεύσεις έγιναν από τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Οικονομικών, πρακτική που ακολουθήθηκε και αργότερα. Εχω άλλη αντίληψη: πρώτα πρέπει να συζητούν τα επιτελεία για να προετοιμάζουν το έδαφος και μετά να συναντώνται αυτοί που θα πάρουν τις τελικές αποφάσεις.
Δεν μπορούμε να πούμε πότε θα τελειώσει η κρίση. Το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25%. Θα πρέπει να αυξηθεί αντίστοιχα και αυτό θα γίνει το 2030. Προϋπόθεση να πάμε «ομαλά», αλλά αυτό δεν είναι συνηθισμένο στην Ελλάδα.
Εκτίμησε ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% είναι μάλλον ανέφικτος, ειδικά όταν ζητείται για τόσα χρόνια. Καμία χώρα δεν είχε πέρυσι πλεόνασμα 3,5%.
Η κύρια επιδίωξη πρέπει να είναι η ανάπτυξη, αλλά η υψηλή φορολογία δεν συμβάλλει. Πρότεινε να παράσχουν οι εταίροι περαιτέρω ελάφρυνση χρέους, για να οδηγηθεί σε καθοδική πορεία. Όπως είπε, έχουν και αυτοί ευθύνες για την κατάσταση, γιατί δεν έδωσαν προσοχή στην ανάγκη να προωθηθεί η ανάπτυξη. Όπως είπε, η σημερινή κυβέρνηση δεν μείωσε τις δαπάνες για να μη δυσαρεστήσει ανθρώπους. Αλλά οι εταίροι δέχτηκαν την υψηλή φορολογία.
Οι εταίροι έπρεπε να έχουν κύρια έγνοια να μη χρειαστεί η χώρα άλλη βοήθεια. Ένα χρόνο πριν το τέλος του προγράμματος, όμως, φαίνεται ότι θα χρειαστεί νέα βοήθεια.