Διάσκεψη της τρόικας με την ελληνική κυβέρνηση για το ελληνικό δημόσιο χρέος συγκαλείται στα μέσα Νοεμβρίου στην Ουάσιγκτον, με πρωτοβουλία του ΔΝΤ, το οποίο φέρεται να επιμένει και να πιέζει σε νέο «κούρεμα» του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο.
Η τετραμερής συνάντηση, με τη συμμετοχή της ελληνικής πλευράς, της Κομισιόν, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ -και ενδεχομένως και άλλων που έχουν συμφέροντα από αυτή τη συζήτηση- επιβεβαιώνεται και από την ελληνική κυβέρνηση, ενώ ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στο γεγονός ότι διοργανώνεται από το ΔΝΤ στην έδρα του στην αμερικανική πρωτεύουσα. Η διάσκεψη θα πραγματοποιηθεί στις 14 και 15 Νοεμβρίου, και σε αυτήν να εξεταστούν η τωρινή κατάσταση του ελληνικού χρέους και οι προοπτικές του, για τις οποίες οι εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών, της Κομισιόν και του ΔΝΤ απέχουν αισθητά μεταξύ τους. Σύμφωνα με κυβερνητικές πληροφορίες, δεν έχει ακόμα αποφασιστεί σε τι επίπεδο θα είναι η εκπροσώπηση της χώρας μας στη συγκεκριμένη διάσκεψη.
Δυσμενέστερες είναι οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ, που «βλέπει» το ελληνικό χρέος στο 117% του ΑΕΠ μετά από οκτώ χρόνια, το 2022, και σε συνδυασμό με τις αβεβαιότητες που επισημαίνει στην έκθεσή του, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν το χρέος σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα, πιέζει την Κομισιόν να αποδεχθεί ένα νέο «κούρεμα» ως την πιο βιώσιμη λύση. Ωστόσο, το ΔΝΤ τάσσεται αναφανδόν υπέρ του κουρέματος, αλλά ζητεί να εξαιρεθούν τα δάνεια που έχει χορηγήσει το ίδιο (30,3 δισ. ευρώ), τα οποία ήδη έχουν αρχίσει και αποπληρώνονται. Η Κομισιόν, από την πλευρά της, απορρίπτει το «κούρεμα», επειδή απλά θα το υποστούν οι χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες μέχρι τώρα έχουν δανείσει στην Ελλάδα το ποσό των περίπου 195 δισ. ευρώ. Από αυτά, 53 δισ. ευρώ έχουν χορηγηθεί από τις χώρες της Ευρωζώνης (πρώτο πρόγραμμα) και 142 δισ. ευρώ από τον EFSF, τα οποία δεν επιδέχονται παρεμβάσεις.
Η ελληνική πλευρά μέχρι πρότινος δεν πρότεινε «κούρεμα». Αντίθετα, έδειχνε να συμβιβάζεται με τη γερμανικής έμπνευσης πρόταση για περαιτέρω επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων και με μείωση των επιτοκίων των υφιστάμενων δανείων. Μάλιστα, υπάρχει και σχετική επιχειρηματολογία στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, που ψηφίστηκε το Μάιο από τη Βουλή, όπου αναφέρεται πως δεν συνιστά πρόβλημα το υψηλό χρέος προς το ΑΕΠ, αλλά το αν μπορεί να εξυπηρετείται κανονικά.
Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του χρέους με βάση τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου, το 2014 το χρέος θα διαμορφωθεί στο 173,9% του ΑΕΠ, για να υποχωρήσει το 2015 στο 168,3%, στο 158,9% το 2016, στο 149,1% το 2017 και στο 139,1% το 2018. Η Κομισιόν στην τελευταία της έκθεση εκτιμά πως φέτος το δημόσιο χρέος θα διαμορφωθεί στο 177,2% του ΑΕΠ, στο 172,5% το 2015, στο 162,9% το 2016 και στο 154,2% το 2017.
Το ΔΝΤ προβλέπει πως το ελληνικό χρέος θα διαμορφωθεί στο 174,7% το 2014, στο 171,3% το 2015, στο 162,5% το 2016, στο 153,7% το 2017 και στο 146,1% του ΑΕΠ το 2018. Είναι σαφές πως οι διαφορές ξεκινούν από 4 μονάδες του ΑΕΠ το 2015 και φτάνουν στις 7 μονάδες του ΑΕΠ το έτος 2018. Είναι χαρακτηριστικό πως το δημόσιο χρέος του έτους 2018 το ΔΝΤ το υπολογίζει σε 316,8 δισ. ευρώ και το υπουργείο Οικονομικών σε 301,6 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 15,2 δισ. ευρώ χαμηλότερα. Σε ό,τι αφορά τα έτη μετά το 2018, η ελληνική πλευρά δεν διατυπώνει εκτιμήσεις, αλλά το πράττουν η Κομισιόν και το ΔΝΤ.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, το δημόσιο χρέος το 2020 θα βρίσκεται στο 125% του ΑΕΠ και στο 112% του ΑΕΠ το 2022. Το βασικό σενάριο βιωσιμότητας που διαμορφώθηκε το Νοέμβριο του 2012 προέβλεπε πως για να είναι βιώσιμο το ελληνικό χρέος θα πρέπει να υποχωρήσει στο 124% του ΑΕΠ το 2020 και αισθητά κάτω από το 110% του ΑΕΠ το 2022.
Αντίθετα, σύμφωνα με το τωρινό βασικό σενάριο του ΔΝΤ, το χρέος αναμένεται να φτάσει φέτος περίπου στο 174% του ΑΕΠ, πριν αρχίσει να υποχωρεί, για να τείνει στο 128% του ΑΕΠ το έτος 2020 και στο 117% του ΑΕΠ το 2022. Η εξέλιξη αυτή του χρέους είναι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, χωρίς να συνυπολογίζονται τα μέτρα μείωσης του χρέους που έχουν υποσχεθεί πως θα λάβουν οι Ευρωπαίοι εταίροι.
Η διαφορά μεταξύ των δύο εκτιμήσεων, που απέχουν χρονικά περίπου 18 μήνες, ισοδυναμεί με τουλάχιστον 7 μονάδες του ΑΕΠ ή πάνω από 15 δισ. ευρώ. Το ΔΝΤ εξηγεί πώς προέκυψε η διαφορά μεταξύ των δύο εκτιμήσεων και οι εξηγήσεις αυτές είναι εκείνες που προκαλούν ανησυχία και για νέες αποκλίσεις και αστοχίες, μεταξύ των οποίων είναι η χαμηλότερη ανάπτυξη, η υστέρηση των εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις και οι νέες κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών.