«Η κυβέρνηση δίνει έναν μεγάλο αγώνα για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και μία μεγάλη μάχη για τα εργασιακά» δήλωσε η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, μιλώντας στο συνέδριο «Κρίση-Μεταρρυθμίσεις-Ανάπτυξη», που διοργάνωσε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και, συγκεκριμένα, στην ενότητα «Εργασιακές Σχέσεις & Ανάπτυξη». «Μία διαπραγμάτευση», όπως είπε, «στην οποία οι ελληνικές θέσεις αντανακλούν την ανάγκη να ανοίξει ένας νέος δρόμος, για να δοθεί ξανά μία προοπτική στην ελληνική κοινωνία. Απέναντι στις θέσεις αυτές είναι οι θέσεις που εκφράζονται από το ΔΝΤ για περαιτέρω εσωτερική υποτίμηση, περαιτέρω υποβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων και καταπάτηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Για το ΔΝΤ, αλλά και για τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις της Ευρώπης, ένα πράγμα είναι σαφές: Η Ελλάδα στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων αποτελεί το παράδειγμα που πρέπει να δημιουργηθεί στην Ευρώπη. Ωστόσο, δεν καθορίζεται μόνο η Ευρώπη από τη δικιά μας προσπάθεια, αλλά και η Ευρώπη καθορίζει τη δικιά μας προσπάθεια».
Σύμφωνα με την κ. Αχτσιόγλου, «όλοι στην Ευρώπη, ανεξαρτήτως τι θα γίνει στην Ελλάδα και τη διαπραγμάτευση, συζητούν το ζήτημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και αυτήν την ιδιότυπη κατάσταση εξαίρεσης για τη χώρα μας». Τόνισε δε, ότι κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, η ελληνική πλευρά έθεσε ξανά στο επίκεντρο το ζήτημα της αλληλεγγύης και του σεβασμού στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. «Έχει γίνει κοινή πεποίθηση πως η επαναφορά αυτού του κεκτημένου ή η επαναφορά αυτών των αρχών είναι αναγκαία απέναντι στις νεοφιλελεύθερες απαιτήσεις του ΔΝΤ, που, δυστυχώς, βρίσκουν συχνά σύμφωνη και την αξιωματική αντιπολίτευση» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Συνοψίζοντας, η υπουργός Εργασίας υπογράμμισε ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί, παρά να βασιστεί σε ένα νέο υπόδειγμα, που προϋποθέτει την αναστροφή του brain drain, την ανάσχεση της ανεργίας, τη δημιουργία θέσεων εργασίας με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, καθώς και την επαναφορά της εργασιακής κανονικότητας. «Για το υπουργείο Εργασίας», διευκρίνισε «μεταρρυθμίσεις είναι, μεταξύ άλλων, η δραστική μείωση της ανεργίας, η διασφάλιση σταθερής και αξιοπρεπούς αμειβόμενης εργασίας και η στήριξη του κοινωνικού τομέα της οικονομίας».
Παράλληλα, η κ. Αχτσιόγλου έκανε εκτενή αναφορά στις πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα χρόνια, λέγοντας ότι είχαμε μία οικονομία που δημιουργούσε ελλείμματα, λόγω μειωμένων εσόδων. «Ήταν μία ανάπτυξη που όξυνε τις κοινωνικές ανισότητες και υποβάθμισε τις εργασιακές σχέσεις. Η αύξηση της παραγωγικότητας δεν συνοδεύτηκε από αύξηση των μισθών» σχολίασε.
Και συνέχισε: «Οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις κατέστησαν την Ελλάδα πειραματόζωο. Βασικός στόχος των τελευταίων ετών ήταν η μείωση του εργατικού κόστους, ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και, τελικά, να μειωθεί το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Αυτό έγινε, μέσω της εσωτερικής υποτίμησης. Έτσι, έγιναν οι μειώσεις στις αποδοχές των εργαζομένων. Οι ονομαστικές αποδοχές ανά εργαζόμενο μειώθηκαν, από το 2009 έως το 2014, κατά 26%».
«Το εργατικό κόστος, λοιπόν, είχε εξαιρετικά μικρή επιρροή στα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου και αυτό αποδείχθηκε στην πράξη» διευκρίνισε.
«Σημαντικό κομμάτι των μεταρρυθμίσεων»- συμπλήρωσε -«ήταν η υποβάθμιση των κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων». Στο σημείο αυτό, η κ. Αχτσιόγλου έκανε λόγο για κατάρρευση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Όπως σχολίασε, «χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι 10 κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, σε όλη τη χώρα, το 2016. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι, επίσης, ότι για τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων, οι όροι εργασίας τους και ο μισθός τους καθορίζονται από ατομικές συμβάσεις εργασίας.
Μεταξύ άλλων, η κ. Αχτσιόγλου δήλωσε ότι έγινε οριζόντια μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22%, το 2012 και μείωση του κατώτατου μισθού για τους νέους κατά 32%.