Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές εξελίχθηκαν σε αναμέτρηση μεταξύ δύο πολιτικών outsiders, ο ένας αφοσιωμένος υπερασπιστής της μεταπολεμικής φιλελεύθερης τάξης και η άλλη άγρια λαϊκίστρια που προτίθεται να καταστρέψει αυτή την τάξη. Αυτές οι αντίπαλες δυνάμεις τοποθετούν τη Γαλλία στο επίκεντρο του τεκτονικού ρήγματος που εξαπλώνεται στις δυτικές δημοκρατίες.
Την Κυριακή το βράδυ, η μάχη που είχαν προβλέψει από καιρό οι δημοσκόποι για την προεδρία, έγινε πραγματικότητα: ο Εμανουέλ Μακρόν, ένας 39χρονος ανεξάρτητος κεντρώος, και η Μαρίν Λεπέν, η ακροδεξιά ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου, κατάφεραν να περάσουν στο δεύτερο γύρο των εκλογών στις 7 Μαΐου.
Η αναμέτρηση μεταξύ του κ. Μακρόν -ενός φιλοευρωπαίου που βάσισε την καμπάνια του στην αισιοδοξία και την ανοικτή οικονομία- και της κ. Λεπέν -μιας ακροδεξιάς πολιτικού που, εκμεταλλευόμενη την ανησυχία επάνω στη γαλλική ταυτότητα, θέλει να υψώσει προστατευτικούς φραγμούς και να φύγει από το ευρώ- θα φέρει ανακούφιση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι δημοσκοπήσεις, καθησυχαστικά ακριβείς μέχρι στιγμής, δίνουν εύκολη νίκη στον πρώτο σε αυτό το σενάριο.
Έρευνες που διενεργήθηκαν πριν και μετά τον πρώτο γύρο, προβλέπουν πως ο κ. Μακρόν, που δημιούργησε το κόμμα του, το «Εμπρός!», πριν από μόλις ένα χρόνο, θα γίνει ο επόμενος ηγέτης της Γαλλίας με περίπου το 60% της συνολικής ψήφου.
Αναμένεται να κερδίσει χάρη σε κεντροδεξιούς και αριστερούς ψηφοφόρους που έχουν αφοσιωθεί στον αποκλεισμό του Εθνικού Μετώπου από την εξουσία. Αν πράγματι γίνει έτσι, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης θα έχει αντισταθεί στη λαϊκίστικη παλίρροια που «οδήγησε» τον Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο και τη Βρετανία έξω από την ΕΕ.
Η δεύτερη θέση στον πρώτο γύρο είναι αναποδιά για ένα κόμμα που θέλει να ισχυρίζεται πως είναι το μεγαλύτερο στη Γαλλία. Η κ. Λεπέν θα δυσκολευτεί να ανακτήσει momentum και έχει ελάχιστα εμφανή «αποθεματικά», δηλαδή ψηφοφόρους για τους οποίους αποτελεί προφανή δεύτερη επιλογή.
«Η κ. Λεπέν δεν έχει συμμάχους στο δεύτερο γύρο», εξήγησε ο Jerome Jaffré, πολιτικός αναλυτής στο Cevipof, ένα ερευνητικό κέντρο στο Πανεπιστήμιο Sciences Po.
Και πάλι τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την εντεινόμενη οργή της εργατικής τάξης, τα μέλη της οποίας αισθάνονται πως είναι οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης και των έξι δεκαετιών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αν στο δεύτερο γύρο καταφέρει να κερδίσει μέχρι και το 40% της συνολικής ψήφου, η κ. Λεπέν θα επαναλάβει το επίτευγμα του πατέρα της το 2002.
Η δική της καμπάνια, ωστόσο, ήταν πιο προσεκτικά σχεδιασμένη: αφότου διαδέχθηκε τον πατέρα της το 2011, η κ. Λεπέν έχει επανειλημμένως εμφανίσει ισχυρές ανόδους σε περιφερειακές και ευρωπαϊκές εκλογές, διευρύνοντας την επιρροή της πέραν του σκληρού πυρήνα του κόμματός της, με το να γίνεται σκληρή επικρίτρια της παγκοσμιοποίησης και του Ισλάμ.
Ενώ ο Ζαν Μαρί εξασφάλισε 4,8 εκατ. ψήφους στον πρώτο γύρο του 2002, η Μαρίν κέρδισε περισσότερες από επτά εκατομμύρια, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου Εσωτερικών.
Η διάψευση των προσδοκιών του κόσμου από τις ελίτ, κυρίως λόγω της ανεργίας σχεδόν στο 10% του εργατικού δυναμικού, συνέδραμε και την άνοδο της στήριξης για τον Ζαν Λυκ Μελανσόν, έναν βετεράνο ακροαριστερό ευρωσκεπτικιστή. Ο κ. Μελανσόν, ο οποίος προσέλκυσε περίπου το 19% των ψήφων την Κυριακή, ήταν προφανές πως δεν ενθάρρυνε τους υποστηρικτές του να στηρίξουν τον κ. Μακρόν στο δεύτερο γύρο, αντίθετα από τους άλλους ηττημένους υποψήφιους από την κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά.
Την Κυριακή το βράδυ, οι δύο νικητές γρήγορα έστρεψαν τα βέλη τους ο ένας στον άλλον. Η κ. Λεπέν αποπειράθηκε να περιγράψει τον αγώνα της κατά του κ. Μακρόν, ενός πρώην επενδυτικού τραπεζίτη, ως την απόλυτη μάχη των «πατριωτών» κατά των «υπέρ της παγκοσμιοποίησης» που απειλούν το γαλλικό πολιτισμό, προσθέτοντας: «Η μεγάλη αντιπαράθεση επιτέλους θα γίνει πραγματικότητα».
Ο κ. Μακρόν απάντησε, δύο ώρες αργότερα, πως επιθυμεί να γίνει «πρόεδρος των πατριωτών ενάντια στην απειλή των εθνικιστών», πριν προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί το αίσθημα επάνω στο οποίο βασίστηκαν οι εκστρατείες του Εθνικού Μετώπου και του Μελανσόν. «Έχω αφουγκραστεί τις αμφιβολίες, την οργή, τους φόβους του γαλλικού λαού. Και την επιθυμία του για αλλαγή».
Πάντως και οι δύο συμφωνούν σε ένα πράγμα: η μάχη τους αποτελεί απόδειξη πως η γαλλική πολιτική έχει περάσει σε μια νέα εποχή, που σηματοδοτείται από την κατάρρευση των συμβατικών κομμάτων που έχουν μοιραστεί την εξουσία εδώ και τέσσερις δεκαετίες.
Για πρώτη φορά από τη δημιουργία της Πέμπτης Δημοκρατίας το 1958, κανένας από τους υποψήφιους των κομμάτων του κατεστημένου, της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς, δεν πέρασε στο δεύτερο γύρο. Ο Μπενουά Αμόν, ο υποψήφιος του σοσιαλιστικού κόμματος, υπέστη ντροπιαστική ήττα με λιγότερο του 7% των ψήφων, ενώ ο Φρανσουά Φιγιόν, ο κεντροδεξιός Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος, κέρδισε λιγότερο από 20% έπειτα από μια καταστροφική προεκλογική καμπάνια που βούλιαξε από κατηγορίες υπεξαίρεσης.
«Άλλαξε μια σελίδα της γαλλικής πολιτικής ιστορίας», σχολίασε ο κ. Μακρόν.