Στα επίπεδα του 1,5% έναντι του στόχου για 2,7% τοποθετεί την ανάπτυξη για το τρέχον έτος το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών.
Συγκεκριμένα, στην παρουσίαση της πρώτης τριμηνιαίας έκθεσης για το 2017, το Ιδρυμα, όπως ανέφερε ο Γενικός Διευθυντής του Νίκος Βέττας, υπολογίζει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα περιοριστεί στο προαναφερθέν ποσοστό, αρκεί βεβαίως να έχει ολοκληρωθεί εντός των χρονοδιαγραμμάτων η πρώτη αξιολόγηση.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο στόχος αυτός είναι μακριά από τον επιθυμητό που έχει τεθεί, ωστόσο είναι σημαντικός καθώς για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια στασιμότητας, η οικονομία φαίνεται ότι θα κινηθεί ανοδικά.
Σε ότι αφορά τους πρώτους τρεις μήνες του έτους, λόγω της καθυστέρησης της αξιολόγησης και λοιπών παραγόντων, το ΑΕΠ παρέμεινε αμετάβλητο.
Με βάση τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, η ανάπτυξη για το τρέχον έτος θα στηριχθεί κυρίως στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης που υπολογίζεται στο 1,2%, στη μείωση της ανεργίας κατά μία μονάδα και συγκεκριμένα στο 22,2%, αλλά και στη μικρή αύξηση των επενδύσεων, όπου υπολογίζεται ότι θα κινηθούν ανοδικά σε ποσοστό 10-12%.
Ωστόσο, δεν έχουν σταματήσει να ελλοχεύουν «κίνδυνοι», καθώς η αύξηση αυτή του ΑΕΠ μπορεί να επηρεαστεί από τις εξαγωγές, αλλά και από την αναμενόμενη αύξηση των εισαγωγών.
Ειδική αναφορά έκανε ο ίδιος στην επίτευξη του υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος, τονίζοντας ότι πρόκειται για μια θετική εξέλιξη. Παράλληλα, εξέφρασε τον προβληματισμό του για το πώς αυτό το πλεόνασμα μπορεί να είναι διατηρήσιμο σε βάθος χρόνου, σημειώνοντας ότι η επίτευξη πλεονασμάτων δεν θα πρέπει να υποκαταστήσει τις δομικές μεταρρυθμίσεις.
Σημείωσε δε ότι η επίτευξη του πλεονάσματος αυτού προήλθε σε σημαντικό βαθμό από την συνεισφορά των ασφαλιστικών ταμείων, τόσο λόγω της μείωσης των συντάξεων όσο και της αύξησης των εισφορών, αλλά και από τις πληρωμές με ηλεκτρονικά μέσα, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να «ασπρίσει» ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομίας.
Τι λέει η έκθεση για ανάπτυξη, πλεονάσματα και ανεργία
Οπως αναφέρει και η έκθεση του ΙΟΒΕ, η οικονομία φαίνεται πως βρίσκεται συνολικά ένα νέο επίπεδο ισορροπίας, με χαμηλά εισοδήματα και ευημερία. Επιμέρους σημεία και χαρακτηριστικά που θα στήριζαν σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης υπάρχουν. Σε αυτά θα έπρεπε να συμπεριλάβει κανείς τόσο επιδόσεις ορισμένων επιχειρήσεων και κλάδων, που δείχνουν πως η οικονομία έχει σφυγμό, έχει δυνατότητες, όσο και την ίδια την επίτευξη του δημοσιονομικού πλεονάσματος που επιβεβαιώνει ότι η χώρα, αν και κινείται εκατέρωθεν των ορίων της πτώχευσης τα τελευταία χρόνια, και αποκομμένη από τις αγορές, δεν είναι συνολικά φτωχή αλλά, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να τεθεί σε τροχιά ευημερίας.
Όμως, γενικά η οικονομία κινείται χωρίς πυξίδα και έτσι τα όποια θετικά χαρακτηριστικά και προσπάθειες δεν επιτρέπουν την αναστροφή του κλίματος αβεβαιότητας, αποεπένδυσης, και στασιμότητας.
Από την άποψη των δημοσιονομικών εξελίξεων, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι η επίτευξη πλεονάσματος είναι θετική εξέλιξη, καθώς αυξάνει την αξιοπιστία του κράτους ενόψει και μιας μελλοντικής εξόδου στις αγορές για δανεισμό. Τα κύρια ερωτήματα είναι δύο. Πώς σχετίζεται το δημοσιονομικό πλεόνασμα με το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και αν είναι μεσοπρόθεσμα διατηρήσιμο.
Αν και ο στόχος που έχει τεθεί από τον προϋπολογισμό για μεγέθυνση 2,7% είναι ιδιαίτερα φιλόδοξος, ρυθμοί περί το 1,5% (ή ελαφρά χαμηλότερα, ανάλογα με το πότε θα ολοκληρωθεί η τρέχουσα αξιολόγηση) θα είναι εφικτοί.
Υπό την ταυτόχρονη επίδραση των παραπάνω παραγόντων η ανεργία θα περιοριστεί εκ νέου το 2017, για τέταρτο συνεχόμενο έτος. Όμως η κάμψη της θα είναι λίγο μικρότερη από πέρυσι, λίγο μεγαλύτερη από μια ποσοστιαία μονάδα (22,2%).