Η ανεργία στην ευρωζώνη είναι υψηλότερη απ’ ότι καταδεικνύουν τα επίσημα στοιχεία, κάτι που συνεχίζει να πιέζει την ανάπτυξη μισθών, έδειξε μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που δημοσιεύθηκε σήμερα. Η έκθεση εγείρει νέες αμφιβολίες σχετικά με το αν η τράπεζα μπορεί να αρχίσει σύντομα να περιορίζει την τόνωση, επισημαίνει το Reuters.
Η ανάπτυξη μισθών είναι απροσδόκητα αδύναμη για ένα μπλοκ που επιδεικνύει την καλύτερη οικονομική περίοδό του εδώ και μια δεκαετία, τη στιγμή που σύμφωνα με την EKT μια καλύτερη δυναμική στους μισθούς είναι απαραίτητη για να ανακάμψει ο πληθωρισμός και η άνοδος του να γίνει βιώσιμη -βασική προϋπόθεση για να ελαττώσει τα μέτρα τόνωσης.
Εξηγώντας την προφανή ασυνέπεια μεταξύ της ραγδαίας πτώσης της ανεργίας και της αδύναμης αύξησης των μισθών, η ΕΚΤ εξήγησε πως τα βασικά στοιχεία για την ανεργία εξαιρούν ανθρώπους που πληρούν αυστηρά στατιστικά στοιχεία και επίσης άτομα που εργάζονται part time, αλλά επιθυμούν περισσότερες ώρες εργασίας. Ωστόσο οι δύο αυτές ομάδες εντείνουν την ατονία που εμφανίζει η αγορά εργασίας.
Έπειτα από προσαρμογή βάσει των δύο αυτών κατηγοριών, η «ατονία» αυτή διαμορφώνεται περίπου στο 15%, πολύ παραπάνω του επίσημου ποσοστού ανεργίας 9,5%, ενώ μόνο η Γερμανία δίνει ενδείξεις «σύσφιξης» της αγοράς εργασίας.
«Στη Γαλλία και την Ιταλία, ευρύτερες μετρήσεις της ανεργίας έχουν συνεχίσει να αυξάνονται σε όλη τη διάρκεια της ανάκαμψης, ενώ στην Ισπανία και σε άλλες οικονομίες της ευρωζώνης, έχουν καταγράψει κάποιες πρόσφατες πτώσεις, αλλά παραμένουν πολύ παραπάνω των προ κρίσης εκτιμήσεων», τόνισε η κεντρική τράπεζα στο κείμενό της.
«Τα επίπεδα του ευρύτερου δείκτη του ανεκμετάλλευτου δυναμικού είναι ακόμη υψηλά και αυτό είναι πιθανό να συνεχίσει να περιορίζει τη δυναμική των μισθών», πρόσθεσε.
Το πρακτορείο επισημαίνει πως μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, κάτι που προωθήθηκε εν μέρει και από την ΕΚΤ, έχουν πυροδοτήσει την άνοδο της part time εργασίας, η οποία έχει υποχρεώσει τους εργαζομένους σε περισσότερη ευελιξία. Ως εκ τούτου, οι εταιρίες προσλαμβάνουν περισσότερους part time ή ορισμένου χρόνου εργαζόμενους, αντί να δίνουν στους υφιστάμενους υπαλλήλους περισσότερη δουλειά.