Η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για την εξέλιξη του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του 2017 επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι (α) η επίδραση των φορολογικών επιβαρύνσεων που εισήχθησαν το 2016 και στις αρχές του 2017 επί της ενεργού ζήτησης είναι ιδιαίτερα αρνητική και (β) η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης αφενός ανέβαλε την άνοδο της επενδυτικής δαπάνης καθώς διατήρησε το καθεστώς αβεβαιότητας και αφετέρου συγκράτησε το ρυθμό αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου με αποτέλεσμα να μην υπάρξει η αναμενόμενη τόνωση των συνθηκών ρευστότητας, όπως αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η τράπεζα, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,5% σε ετήσια βάση στο πρώτο τρίμηνο του 2017 (εποχικά διορθωμένα στοιχεία), έναντι μείωσης 1,1% στο τέταρτο τρίμηνο του 2016 και 0,7% στο πρώτο τρίμηνο του 2016. Η δυσκολία της ελληνικής οικονομίας να εξέλθει από τη φάση στασιμότητας αντανακλάται και στην μεταβολή του ΑΕΠ σε τριμηνιαία βάση καθώς υπεχώρησε για δεύτερο συνεχές τρίμηνο, κατά 0,1%, έναντι μείωσης 1,2% στο τέταρτο τρίμηνο του 2016.
Είναι ενδεικτικό ότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος που εκφράζει τις προσδοκίες επιχειρηματιών και καταναλωτών, μετά την κατάρρευσή του το 2015, ανέκαμψε σημαντικά αλλά παραμένει σχεδόν στάσιμος, και σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με το 2014, συμβαδίζοντας με την στασιμότητα που χαρακτήρισε την ελληνική οικονομία (ΑΕΠ 2016: 0%). Ωστόσο, τον Απρίλιο του 2017, μετά την Σύνοδο Κορυφής της Μάλτας, ο δείκτης οικονομικού κλίματος ανέκαμψε (πρώτο τρίμηνο 2017: 93,8, Απρίλιος 2017: 94,9).
Η ψήφιση των μέτρων που προέκυψαν με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης αναμένεται να ισχυροποιήσει περαιτέρω το επιχειρηματικό κλίμα, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την πορεία του ελληνικού χρηματιστηρίου και της διαφοράς των 10ετών ελληνικών κρατικών ομολόγων από τα γερμανικά.
Παράλληλα, ορισμένοι δείκτες οικονομικής συγκυρίας όπως οι λιανικές πωλήσεις και η βιομηχανική παραγωγή παρουσιάζουν αξιόλογη αύξηση στο πρώτο δίμηνο του τρέχοντος έτους. Ειδικότερα ο κινητός μέσος 6 μηνών τόσο του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής όσο και του όγκου λιανικών πωλήσεων, εξαιρουμένων των καυσίμων, εμφανίζουν αύξηση ήδη από τους καλοκαιρινούς μήνες του 2016, με έντονη αυξητική τάση τους πρώτους μήνες του 2017.
Επιπλέον, το καθαρό ισοζύγιο προσλήψεων-αποχωρήσεων του ιδιωτικού τομέα με βάση τα στοιχεία ΕΡΓΑΝΗ, είναι θετικό και μάλιστα στο δίμηνο Φεβρουαρίου-Μαρτίου του 2017 διαμορφώνεται σε υψηλότερο επίπεδο έναντι των αντιστοίχων μηνών του 2016, του 2015, αλλά και του 2014.
Η ανοδική αυτή τάση αναμένεται να συνεχισθεί και τους επόμενους μήνες, εξέλιξη που συνδέεται με τις υψηλές προσδοκίες για τις εφετινές επιδόσεις του κλάδου του τουρισμού. Συνεπώς, οι βραχυπρόθεσμοι δείκτες της οικονομίας υποδεικνύουν μια αυξητική τάση του ΑΕΠ που θα ενισχυθεί το δεύτερο εξάμηνο του 2017, υποστηριζόμενη από τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και την επιτάχυνση της υλοποίησης του προγράμματος.
Συνολικά το 2017, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας θα έχει θετικό πρόσημο αλλά θα διαμορφωθεί σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο (Εκτίμηση Alpha Bank ΑΛΦΑ -0,45% Research 1,5%, Economic and Financial Outlook, April 2017) από ότι είχε προβλεφθεί στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2017 (2,7%). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Εαρινές Προβλέψεις αναθεώρησε επίσης την αύξηση του ΑΕΠ στο 2,1% το 2017, από 2,7% που προέβλεπε τον Ιανουάριο του 2017.
Σημειώνεται δε, ότι με βάση το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2018-2021, το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,8% το 2017. Η ιδιωτική κατανάλωση, με βάση το Μεσοπρόθεσμο, θα συνεχίζει να στηρίζει την ανάπτυξη (1,3% το 2017), οι επενδύσεις θα ανακάμψουν με αύξηση κατά 5.9%, ενώ ο εξωτερικός τομέας θα έχει μικρή θετική συμβολή στο ΑΕΠ (0,1 εκατοστιαίες μονάδες).
Όσον αφορά στην περίοδο 2018-2021, το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά μέσο όρο ετησίως 2,4%. Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, σε συνδυασμό με τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις από την πλευρά των εσόδων αλλά και των δαπανών, το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα εκτιμά ότι ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3,5% από το 2018 έως και το 2021 θα υπερκαλυφθεί.
Η επίτευξη των νέων στόχων για την ανάπτυξη την επόμενη διετία προϋποθέτει μια σημαντική αύξηση της επενδυτικής δαπάνης καθώς η καταναλωτική δαπάνη αναμένεται να παραμείνει υποτονική εξαιτίας της υλοποίησης των νέων δημοσιονομικών παρεμβάσεων που ψηφίστηκαν στο Κοινοβούλιο. Οι παρεμβάσεις αυτές αφορούν κυρίως: ι) στην περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις κύριες και τις επικουρικές συντάξεις που ανέρχονται στα € 2,6 δισ. περίπου ετησίως την περίοδο 2019-2021, ιι) στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικά επιδόματα (αλλαγή της βάσης υπολογισμού των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών), €140 εκατ. ετησίως στην τριετία 2019-2021 και ιιι) στο σκέλος των εσόδων (μείωση του αφορολόγητου) που ανέρχονται σε περίπου € 2,0 δισ. ετησίως στην διετία 2020-2021.
Η επενδυτική δαπάνη, ωστόσο, μπορεί να τονώσει τη ζήτηση στην οικονομία υπερκαλύπτοντας την αδυναμία της ιδιωτικής κατανάλωσης αρκεί να διαμορφωθεί ένα σταθερό επιχειρηματικό πλαίσιο που θα αντισταθμίζει την αρνητική επίδραση της δραστηριοποίησης σε ένα περιβάλλον υψηλών φορολογικών συντελεστών επί της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου.
Η πλήρης άρση της αβεβαιότητας που θα οδηγήσει και σε άρση των κεφαλαιακών ελέγχων προϋποθέτει την ταχεία υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν και κυρίως την επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων οι οποίες αναμένεται να έχουν σημαντικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Η αύξηση της απορροφητικότητας των διαθεσίμων κονδυλίων από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία την προγραμματική περίοδο 2014-2020, αποτελεί πρόσθετο παράγοντα επιτυχίας. Επιπλέον η αποτελεσματική διαχείριση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία υποστηρίζεται με τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις, μπορεί να προσελκύσει νέα επενδυτικά κεφαλαία και να εξυγιάνει πλειάδα επιχειρήσεων.