Τους τρόπους αναδιάρθρωσης του Ελληνικού Ιδιωτικού Χρέους, μέσα από τη δημιουργία μιας δευτερογενούς αγοράς δανείων, ώστε να μειωθεί το βάρος που κάνει τις ελληνικές τράπεζες να ασφυκτιούν και να διοχετευθεί ρευστότητα σε εξωστρεφείς κλάδους της αγοράς συζήτησαν έγκριτα στελέχη της ελληνικής αγοράς κατά τη διάρκεια του 12ου RED Business Forum, που πραγματοποιήθηκε στο Χίλτον.
Τα «κόκκινα» δάνεια εξάλλου αποτελούν ένα πρόβλημα που κρατάει δέσμια τη χώρα την τελευταία 8ετία και την ελληνική οικονομία σε κατάσταση ύπνωσης, ελλείψει ρευστότητας που αδυνατεί το τραπεζικό σύστημα να διοχετεύσει στην αγορά. Οπως είπε ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού χρέους Φώτης Κουρμούσης «είναι δύσκολο έργο αυτό της διαχείρισης ιδιωτικού χρέους, ωστόσο, βρισκόμαστε στην αντίστροφη μέτρηση για τον εξωδικαστικό μηχανισμό».
Κοινή στρατηγική για τα NPLs
Την αποτύπωση του μεγέθους του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων έκανε με τη σειρά του και ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Θεόδωρος Μητράκος ο οποίος επεσήμανε πως «στόχος είναι να μειωθούν κατά 38% τα επισφαλή δάνεια έως το τέλος του 2019». Ο ίδιος είπε ότι «για το τραπεζικό σύστημα η διαχείριση του χρέους αποτελεί πραγματικά μια πρόκληση για τα επόμενα τουλάχιστον 3 χρόνια. Η ελληνική οικονομία διανεύει τον 8ο χρόνο επίπονης προσαρμογής με ανάλογο κόστος, αλλά και με απτά αποτελέσματα. Βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής. Είναι ορατή μετά από χρόνια μια διέξοδος προς τα μπρος. Ολοι συμφωνούν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης βρίσκεται γύρω στο 2% παρά τις καθυστέρησης και πιο θετικούς ρυθμούς στο άμεσο μέλλον».
Υπάρχει πλέον μια κοινή στρατηγική
«Υπάρχει πεποίθηση ότι η αναπτυξιακή προοπτική χρειάζεται επενδύσεις και οι επενδύσεις χρειάζονται χρηματοδότηση» είπε μεταξύ άλλων ο κ. Μητράκος. «Με βάση τις έρευνες της ΤτΕ το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να αποτελέσει το ρόλο των διαμεσολαβητών. Η παρούσα συγκύρια από πλευράς ρευστότητα και τα NPLs δημιουργούν προβλήματα και από την πλευρά της προσφοράς και της ζήτησης. Ως θετικό στοιχείο απλά συρρικνώθηκε ο αρνητικός ρυθμός τραπεζικής χρηματοδότησης. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν θα μπορέσει με δυναμικό τρόπο να εκπληρώσει το ρόλο του». Ο κος. Μητράκος υπογράμμισε ότι «από τα €238 δις. που έχει δώσει το τραπεζικό σύστημα τα 106 δις. είναι «κόκκινα». Το 44,8% των δανείων δεν εξυπηρετούνται, δηλαδή οκταπλάσιο ποσοστό σε σχέση με την Ε.Ε που βρίσκεται στο 5,4% περίπου».
Όπως είπε ο ίδιος, «ως χώρα κατέχουμε το 10% των επισφαλών δανείων στην Ε.Ε όταν η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών είναι 1,2 δισ. Στα στεγαστικά τα επισφαλή αφορούν το 41,1%. Δηλαδή 465.000 νοικοκυριά στην Ελλάδα είναι αυτή τη στιγμή με επισφαλές στεγαστικό δάνειο. Στα επιχειρηματικά δάνεια το 44,4% είναι «κόκκινα», ενώ στα καταναλωτικά το 54%. Ένα σημαντικό μέρος του συνόλου των δανείων (€15,5 δις) είναι κάτω από νομική προστασία. Το 1/3 των στεγαστικών, το ¼ των καταναλωτικών και το 3,5% των επιχειρηματικών δανείων (άρθρο 99 και άλλες περιπτώσεις). Το ύψος των επισφαλών δανείων είναι αντιστρόφως ανάλογο με τις μικρές επιχειρήσεις. Ειδικότερα, το 68,3% αφορά τις μικρές επιχειρήσεις (περίπου 330.000), το 58% τις μικρομεσαίες (73.000), ενώ αντίθετα στις μεγάλες επιχειρήσεις το ποσοστό περιορίζεται στο 26,7% (7.000).
Υψηλά τα δάνεια στις κατασκευές, δραματική εικόνα στα ακίνητα
Το 55,2% του κατασκευαστικού κλάδου αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα πρόκειται για39.000 εταιρίες από τις 67.000 που έχουν προβλήματα να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους περίπου 12 δις. από τα 22,8 δις.
Ένας κλάδος που αποτελούσε κάποτε την «ατμομηχανή» της ελληνικής οικονομίας, τα ακίνητα σήμερα βιώνει μεγάλα προβλήματα. Μόλις 0,6% του ΑΕΠ οι κατασκευές νέων κατοικιών από 6,5% πριν από την κρίση. Μόλις 0,7% οι επενδύσεις. Η συρρίκνωση του κλάδου είναι δραματική. Η μείωση των τιμών στα οικιστικά ακίνητα φθάνει το 42% (Αθήνα 44% Θεσσαλονίκη 46%).
Η αυξημένη ζήτηση για υψηλής ποιότητας ακίνητα είναι δεδομένη. Οι κενοί χώροι περιορίζονται κάτω από 5% σ αυτήν την κατηγορία. Ο τουριστικός κλάδος έδειξε ανθεκτικότητα και καλούς ρυθμούς ανάπτυξης στην περίοδο της κρίσης. Ο ρυθμός των αφίξεων σπάει κάθε χρόνο ρεκόρ, όμως τα έσοδα δεν ακολουθούν την ίδια πορεία.