Η καμπάνια για να σταματήσει το Brexit κερδίζει έδαφος. Το πιο εμφανές σημάδι είναι οι όλο και περισσότεροι ψίθυροι για ένα δεύτερο δημοψήφισμα.
Προς το παρόν, είναι κυρίως πρώην πολιτικοί, όπως ο Τόνι Μπλερ και ο Νικ Κλεγκ, οι οποίοι εκφράζουν ανοιχτά την επιθυμία τους να αποτραπεί η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε.
Οι ενεργοί πολιτικοί έχουν την τάση να μιλάνε για ένα «ήπιο Brexit». Για ορισμένους, αυτό είναι απλά ένας βολικός κώδικας ή ένα ενδιάμεσο βήμα για τον πραγματικό τους στόχο, που είναι η αποτροπή του Brexit συνολικά.
Οι λόγοι για τους οποίους οι πολιτικοί που είναι υπέρ της παραμονής είναι τόσο προσεκτικοί στο να απορρίψουν ρητά το Βrexit είναι ότι φοβούνται μήπως ακουστούν αντιδημοκρατικοί. Καθώς αυξάνονται οι ενδείξεις πως το Brexit δεν θα είναι καλό για την οικονομία, οι υπέρμαχοι της εξόδου βασίζονται σε ένα βασικό επιχείρημα: «ο λαός μίλησε». Όποιο και αν είναι το οικονομικό κόστος, το Brexit πρέπει να προχωρήσει.
Οτιδήποτε λιγότερο μπορεί να είναι προσβολή στη δημοκρατία. Το επιχείρημα αυτό συνοδεύεται μερικές φορές από απαισιόδοξες προβλέψεις κοινωνικών αναταραχών αν η βούληση του λαού καταπνιγεί από το «κατεστημένο».
Αν οι υπέρμαχοι της παραμονής θέλουν να έχουν τύχη στην αποτροπή του Brexit, πρέπει να βρουν μια απάντηση στο επιχείρημα για τη δημοκρατία. Αλλά αυτό θα γίνει πιο εύκολο, καθώς θα αποκαλύπτονται οι αντιφάσεις του Brexit.
Το κλειδί βρίσκεται στην πιο διάσημη και ανόητη δήλωση της Τερέζα Μέι: «Το Brexit σημαίνει Brexit». H πρόταση αυτή είχε σαν στόχο να δείξει αποφασιστικότητα και διαφάνεια. Στην πραγματικότητα, είναι μια άνευ νοήματος ταυτολογία που υπογραμμίζει το γεγονός ότι το «Brexit» μπορεί να σημαίνει πολλά διαφορετικά πράγματα.
Η πλειοψηφία του 52% των ψηφοφόρων που επέλεξε το Brexit ήταν ουσιαστικά δύο μειοψηφίες, που ψήφιζαν για δύο ασύμβατες μεταξύ τους ιδέες. Η μεγαλύτερη πλειοψηφία φαίνεται να είναι υπέρ του «σκληρού Brexit», το οποίο βάζει προτεραιότητα στον έλεγχο της μετανάστευσης έναντι της πρόσβασης στην ενιαία αγορά. Αλλά μια σημαντική μειοψηφία της ψήφου υπέρ του Brexit δίνει μεγαλύτερη προτεραιότητα στο ελεύθερο εμπόριο από τους συνοριακούς ελέγχους. Οι δύο αυτές μειοψηφίες μετατράπηκαν σε πλειοψηφία επειδή η καμπάνια του «Leave» έπεισε με επιτυχία αρκετούς ψηφοφόρους πως δεν υπήρχε δίλημμα. Η Βρετανία θα μπορούσε να συνεχίσει απρόσκοπτα το εμπόριο με την Ευρώπη, βάζοντας ταυτόχρονα τέλος στην ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων και διακόπτοντας τις πληρωμές στον προϋπολογισμό της Ε.Ε.
Είναι πλέον προφανές ότι αυτό το όραμα του ανώδυνου Brexit ήταν μια αυταπάτη. Καθώς αρχίζει να διαφαίνεται ποιες είναι οι πραγματικές επιλογές, η ισχνή πλειοψηφία υπέρ του Brexit μπορεί πολύ εύκολα να καταρρεύσει. Αυτό είναι όλο και πιο πιθανό, καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν συστηματικά ότι η πλειονότητα των ψηφοφόρων δεν είναι προετοιμασμένοι να πληρώσουν ένα προσωπικό οικονομικό τίμημα για να διασφαλίσουν το Brexit.
Όσο περισσότερο γίνεται εμφανές ότι καταρρέει το αρχικό όραμα των υπέρμαχων του Brexit, τόσο πιο σθεναρά θα επιμένουν ότι ένα δεύτερο δημοψήφισμα θα ήταν αντιδημοκρατικό. Αλλά η αντίληψη του στρατοπέδου του «Leave» για τη δημοκρατία είναι παρόμοια με αυτή ενός δικτάτορα του τρίτου-κόσμου, «ένας άνδρας, μια ψήφος, μια φορά». Με άλλα λόγια, μόλις έχει ληφθεί μια απόφαση μέσω δημοψηφίσματος, δεν μπορεί να αναιρεθεί.
Είναι μια αρχή που δεν θα εφαρμοζόταν ποτέ στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όπου είναι θεμελιώδους σημασία η συναίνεση να ανανεώνεται κάθε πέντε χρόνια, τουλάχιστον. Τα δημοψηφίσματα, λέει το επιχείρημα, είναι διαφορετική υπόθεση. Αλλά είναι; Ο μόνος λόγος που συμβαίνει το Brexit είναι επειδή ένα δημοψήφισμα για την Ε.Ε. που διενεργήθηκε το 1975 αντιστράφηκε από ένα δεύτερο δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε το 2016.
Οι οπαδοί του Brexit υποστηρίζουν πως το νέο δημοψήφισμα για την συμμετοχή στην Ε.Ε. ήταν δικαιολογημένο γιατί η Ε.Ε. έχει αλλάξει ριζικά από το 1975.
Πολύ ωραία. Αλλά το Brexit που θα βιώσει ο βρετανικός λαός είναι πολύ διαφορετικό από αυτό για το οποίο ψήφισαν πολλοί άνθρωποι. Αν υπάρχουν νέες πληροφορίες που δικαιολογούν ένα δεύτερο δημοψήφισμα για την Ε.Ε., γιατί οι νέες πληροφορίες δεν δικαιολογούν και ένα δεύτερο δημοψήφισμα για το Brexit;
Ορισμένοι από τους πολέμιους ενός δεύτερου δημοψηφίσματος απορρίπτουν την ιδέα όχι γιατί είναι αντιδημοκρατική, αλλά γιατί φοβούνται τις αντιδράσεις από τους ψηφοφόρους του «Leave». Υπάρχει μια βίαιη εθνικιστική φράξια στη Βρετανία που θα αντιδρούσε από μια προσπάθεια αντιστροφής του Brexit. Η δολοφονία της Τζο Κοξ, ένα μέλος του κοινοβουλίου που ήταν ένθερμος υποστηρικτής της μετανάστευσης και του στρατοπέδου του «Remain», είναι μια υπενθύμιση ότι η προοπτική αυτή δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα.
Αλλά αν σταματήσει η διαδικασία του Brexit, θα γίνει μέσω μιας νόμιμης, δημοκρατικής διαδικασίας, όχι ενός πραξικοπήματος. Και καμία έννομη κοινωνία δεν πρέπει να καταδέχεται να εκφοβίζεται από την απειλή της βίας.
Το πραγματικό ερώτημα είναι αν οι Βρετανοί πολίτες μπορούν να πειστούν ότι ένα δεύτερο δημοψήφισμα είναι αναγκαίο. Όπως και με την ανεξαρτησία της Σκωτίας, υπάρχει μια εύλογη δημόσια διστακτικότητα να ξανανοίξει ένα διχαστικό ζήτημα. Για τους οπαδούς της παραμονής, το μεγαλύτερο ρίσκο είναι ότι το πραγματικό κόστος του Brexit θα αποκαλυφθεί μόνο αφότου θα έχει φύγει το Ηνωμένο Βασίλειο και ότι θα είναι πολύ αργά να αντιστραφεί η απόφαση.
Αυτό είναι σίγουρα δυνατό, ενδεχομένως και πιθανό. Αλλά είναι εξίσου δυνατό να υπάρξουν αποκαλυπτικές στιγμές τα επόμενα δύο χρόνια που θα δημιουργήσουν ένα ξεκάθαρο αίτημα για ένα δεύτερο δημοψήφισμα.
Μια σοβαρή κατάρρευση των διαπραγματεύσεων με τον κίνδυνο να μην υπάρξει συμφωνία για το Brexit, θα ήταν ένα τέτοιο σενάριο. Ένα άλλο θα ήταν μια σειρά από υποχωρήσεις, που θα έβαζαν οριστικά τέλος στις υποσχέσεις που έγιναν για το Brexit, όπως τα επιπλέον 350 εκατ. στερλίνες για το Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Μπορεί επίσης να βασιστεί κανείς και στο ότι η τρομερή ανικανότητα και διχόνοια που χαρακτηρίζουν την σημερινή κυβέρνηση της Μέι θα υπονομεύουν την υπόθεση για ένα Brexit σε εβδομαδιαία βάση. Σε κάποιο σημείο, ο βρετανικός λαός μπορεί να καταλήξει στο προφανές συμπέρασμα ότι οι υπέρμαχοι του Brexit είχαν την ευκαιρία τους και την σπατάλησαν. Τότε θα είναι η ώρα για να πάρουν πίσω τον έλεγχο.