Με αφορμή την υιοθέτηση από την 1η Ιανουαρίου του 2018 του διεθνούς προτύπου χρηματοοικονομικής αναφοράς 9 (IFRS 9), η ΕΚΤ προτίθεται να εφαρμόσει σε επίπεδο καλής πρακτικής ένα νέο αυστηρότερο πλαίσιο σχηματισμού προβλέψεων για μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (Non Performing Exposures- NPEs).
Σύμφωνα με πληροφορίες, για όσα ενυπόθηκα δάνεια, ενήμερα ή μη εξυπηρετούμενα, διαπιστώνεται, μετά την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9, σημαντική αύξηση πιστωτικού κινδύνου, θα πρέπει οι τράπεζες να σχηματίζουν προβλέψεις, που σε βάθος επταετίας, θα φθάσουν να αντιστοιχούν στο 100% της αξίας της ονομαστικής απαίτησης. Για όσα δεν διαθέτουν εξασφαλίσεις οι προβλέψεις θα πρέπει να ανέλθουν στο 100% της ονομαστικής αξίας του δανείου εντός διετίας (σ.σ. τέλος του 2019).
Το θέμα αποκαλύφθηκε μετά από διαρροή προσχεδίου της ΕΚΤ, με ημερομηνία την 1η Σεπτεμβρίου 2017, σε ιταλικά μέσα, ενώ υπήρξε αναπαραγωγή από διεθνή πρακτορεία.
Την σχετική πρόθεση της ΕΚΤ επιβεβαιώνουν και εγχώριες τραπεζικές πηγές, οι οποίες, όμως, διευκρινίζουν ότι η πρόθεση της ΕΚΤ αφορά σε προβλέψεις για νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.
Υπενθυμίζεται ότι το ΔΠΧΑ 9 προβλέπει ότι για δάνεια (ενήμερα ή μη εξυπηρετούμενα), στα οποία διαπιστώνεται σημαντική αύξηση πιστωτικού κινδύνου, σε σχέση με την αρχική αναγνώριση, θα σχηματίζονται προβλέψεις για την εναπομένουσα διάρκεια τους (lifetime expected losses).
Η χορήγηση επταετούς προθεσμίας αποτελεί ένα μέσο πίεσης από πλευράς ΕΚΤ, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη. Στόχος της κεντρικής τράπεζας είναι να επιταχυνθεί η διαδικασία ενεργητικής διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων.
«Αν μια τράπεζα δεν αντιμετωπίσει μέσω ρύθμισης ή πώλησης το προβληματικό στοιχείο ενεργητικού θα «τιμωρείται» με απώλεια κερδών καθώς θα πρέπει σε βάθος επταετίας να ανεβάσει την πρόβλεψή της για το εν λόγω δάνειο στο 100% της αξίας του» σημειώνουν χαρακτηριστικά.
Για την πρόθεση της ΕΚΤ είναι ενήμερες οι διοικήσεις των εγχώριων τραπεζών από την τελευταία συνάντηση που είχαν στην Φρανκφούρτη με την ΕΚΤ και τον SSM.