Την ανάγκη να αλλάξει το παραγωγικό πρότυπο της χώρας υπογράμμισε ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε συνέδριο της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης με θέμα: «Αναζητώντας την Μεταρρύθμιση στην νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα».
Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι η επιστροφή στο παλιό εσωστρεφές πρότυπο, όπου η ανάπτυξη ήταν εξαρτώμενη από την εγχώρια ζήτηση, κυρίως την κατανάλωση, η οποία χρηματοδοτήθηκε από εξωτερικό δανεισμό, είναι ανέφικτη και ανεπιθύμητη. Το κράτος οφείλει να κάνει προσεκτικό και στοχευμένο σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων, ώστε να δημιουργούνται τα σωστά κίνητρα για τον ιδιωτικό τομέα και να αποφεύγονται προβλήματα και στρεβλώσεις που παρατηρήθηκαν στο παρελθόν.
Οι μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον και το κατάλληλο μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής, αποτελούν βασικό στοιχείο για την επίτευξη του στόχου για ισχυρή, βιώσιμη και ισορροπημένη ανάπτυξη, σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης.
Μειώστε φόρους και εισφορές
Οπως υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας, βασικός ανασταλτικός παράγοντας της επιχειρηματικότητας σήμερα είναι το σχετικά υψηλό επίπεδο των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Τόνισε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κατ’ επανάληψη προτείνει την αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την εργασία, την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη.
Κάτι τέτοιο, σημείωσε, μπορεί να επιτευχθεί με μεγαλύτερη έμφαση στην περικοπή μη παραγωγικών κρατικών δαπανών, μέσω της αξιολόγησης των δομών της γενικής κυβέρνησης, του συστήματος κινητροδότησης των ποικίλων φορέων της (π.χ. των ΟΤΑ) μέσω της επανεξέτασης του τρόπου που επιχορηγούνται από την Κεντρική Διοίκηση, καθώς και με την επέκταση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) σε τομείς που ακόμα και σήμερα θεωρούνται ταμπού, όπως, π.χ., η υγεία, η παιδεία, η κοινωνική ασφάλιση.
Σε συνδυασμό με πιο αποτελεσματική διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, κυρίως της ακίνητης, μέσω κατάλληλης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης, και με την περαιτέρω ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, και ιδιαιτέρως του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, η περαιτέρω μείωση των μη παραγωγικών δαπανών του δημόσιου τομέα θα επιτρέψει τη μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών, ενισχύοντας έτσι την αναπτυξιακή διαδικασία.
Να αλλάξει το Δημόσιο
Ο κεντρικός τραπεζίτης τόνισε ότι ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης θα πρέπει να είναι στις βασικές προτεραιότητες του προγράμματος μεταρρύθμισης. Η Ελλάδα για να μπορεί να είναι πρωτοπόρος των εξελίξεων, ή τουλάχιστον για να μην υστερεί, χρειάζεται σύγχρονο κράτος και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, ικανή να εφαρμόζει με συνέπεια τη δημόσια πολιτική και να αντιμετωπίζει με υπευθυνότητα και τεχνογνωσία τα δημόσια προβλήματα.
Η μεταρρύθμιση του Δημοσίου είναι πολύ σύνθετη διαδικασία. Χρειάζεται νέο σύστημα διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού, μεθοδολογία, νοοτροπία και φιλοσοφία διοίκησης και οργάνωσης πέρα από τη γραφειοκρατία και την αδράνεια.
Βασικές αρχές, σημείωσε, θα πρέπει να είναι η έμφαση στους στόχους και τα αποτελέσματα, στην οικονομία των μέσων, στις νέες τεχνολογίες, στη νέα γνώση, στην ανάληψη πρωτοβουλιών, στον συστηματικό έλεγχο και την αξιολόγηση, στην απόλυτη προσήλωση στην αξιοκρατία.
Η ιδέα του έξυπνου κράτους τονίζει τη δυνατότητα της διοίκησης να γνωρίζει, να μετρά επακριβώς, να αξιολογεί αντικειμενικά και κυρίως να μπορεί να διορθώνει τα πιθανώς ατυχή αποτελέσματα της δράσης της. Η μέτρηση και η αξιολόγηση των διοικητικών αποτελεσμάτων συνιστά ουσιώδη παράμετρο των σύγχρονων προγραμμάτων διοικητικής μεταρρύθμισης.
Επενδύσεις σε R&D και εκπαίδευση
Ο κεντρικός τραπεζίτης στάθηκε στην κρισιμότητα της αύξησης των επενδύσεων στην έρευνα και την καινοτομία και της αναβάθμισης του ρόλου της εκπαίδευσης.
Οπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, η Ελλάδα αργεί να μετασχηματιστεί σε «οικονομία της γνώσης». Το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στη χαμηλή αποτελεσματικότητα του συστήματος καινοτομίας, καθώς οι ερευνητικές εκροές δεν μετατρέπονται σε αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Υπάρχει δηλαδή το παράδοξο της μη «εμπορικής αξιοποίησης» της γνώσης και του υψηλού επιπέδου ερευνητικών αποτελεσμάτων.
Για την ενίσχυση των καινοτομικών επιδόσεων της χώρας απαιτούνται πρωτίστως μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές, που θα δημιουργήσουν προϋποθέσεις για ισχυρότερη δυναμική εξωστρέφειας. Οι ρυθμιστικές πολιτικές στις αγορές προϊόντων, εργασίας και κεφαλαίων έχουν σημαντική επίδραση στην ένταση της γνώσης, δεδομένου ότι μπορούν να επηρεάσουν κάθε στάδιο της διαδικασίας καινοτομίας.
Στον τομέα της εκπαίδευσης, ανέφερε ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η τριτοβάθμια εκπαίδευση απαιτούν πιο ευέλικτα συστήματα διοίκησης και χρηματοδότησης, τα οποία θα ισορροπούν μεταξύ μεγαλύτερης αυτονομίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και αυξημένης λογοδοσίας για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Τα ελληνικά ΑΕΙ, σημείωσε, οφείλουν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών αναπτύσσοντας δράσεις σύνδεσης με την αγορά εργασίας αλλά και συνεργασίες μεταξύ πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων, ελληνικών ή ξένων. Έχει αποδειχθεί εμπειρικά ότι η γεωγραφική γειτνίαση μικρών επιχειρήσεων με πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα τις ευνοεί, χάρη στη διάδοση γνώσης που λαμβάνει χώρα.
Οι προοπτικές της οικονομίας
Παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις, παρά το σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος της κρίσης, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία επτά χρόνια, τόσο στην προσαρμογή των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών της όσο και στην εφαρμογή ενός αυστηρού προγράμματος μεταρρυθμίσεων. Έχει λοιπόν ξεκινήσει ήδη η αναδιάρθρωση της οικονομίας προς την κατεύθυνση ενός νέου, βιώσιμου, εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου, που βασίζεται στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και στην αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ.
Για να εκμεταλλευθούμε αυτές τις ευκαιρίες, θα πρέπει κυρίως να προσαρμόσουμε κατάλληλα την αναπτυξιακή μας στρατηγική και να υιοθετήσουμε ένα εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο που θα στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ιδιωτικοποιήσεις και στην αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, με στόχο να γίνει η Ελλάδα αναπτυξιακός κόμβος στην ευρύτερη περιοχή. Κυρίως όμως πρέπει να επιζητούμε την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και να μη χάσουμε, για μια ακόμη φορά, τις ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται.