Όπως αναφέρει στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, το 2016, η ετήσια μεταβολή της τελικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών αναθεωρήθηκε προς τα κάτω σε -0,1%, από +1,4% (προηγούμενη εκτίμηση Μαρτίου 2017), κυρίως λόγω της ενσωματώσεως των αποτελεσμάτων της πρόσφατης Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2016 της ΕΛΣΤΑΤ. Αποτέλεσμα της ανωτέρω προσαρμογής, μεταξύ άλλων, ήταν η αναθεώρηση της αρχικής εκτιμήσεως μηδενικού ρυθμού μεγεθύνσεως της οικονομικής δραστηριότητας για το περασμένο έτος σε -0,2%.
Οπως αναφέρει η Alpha, η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 συνοδεύθηκε από μία ταχεία επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών στην Ευρωζώνη οδηγώντας σε κρίση δανεισμού το 2010 στην Ελλάδα και σε ορισμένες ακόμη χώρες μετέπειτα. Σε αντίδραση στην ταχεία άνοδο του λόγου ελλείμματος προς ΑΕΠ εξαιτίας της υφέσεως, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενέκριναν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Θεωρητικά η δημοσιονομική πειθαρχία συμπιέζει την ενεργό ζήτηση και την οικονομική δραστηριότητα σε μεσοχρόνιο ορίζοντα ανάλογα με το ύψος του λεγόμενου δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή με αποτέλεσμα να ενισχύεται η υφεσιακή διαταραχή.
Ωστόσο, η επίπτωση αυτή μετριάζεται ή αντισταθμίζεται σταδιακά με την αύξηση των επενδύσεων, ως αποτέλεσμα της επιστροφής των επιτοκίων δανεισμού σε χαμηλότερα επίπεδα λόγω του περιορισμού του πιστωτικού κινδύνου του δημοσίου (sovereign risk).
Η προσδοκία αυτή επιβεβαιώθηκε σε αρκετές χώρες της Ζώνης του Ευρώ όπως την Κύπρο, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Στην Ελλάδα, παρά τη μεγάλη οικειοθελή διαγραφή του δημοσίου χρέους το 2012, τη σημαντική του επιμήκυνση και τη συρρίκνωση των επιτοκίων αποπληρωμής του, ο κίνδυνος χώρας παρέμεινε σε όλη τη χρονική περίοδο σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, άνω του 4%.
Ως συνέπεια, η χώρα, υπό το βάρος της δημοσιονομικής αφαίμαξης (fiscal drag) και της κλιμακούμενης αβεβαιότητας, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την υπόλοιπη Ευρωζώνη στην έξοδο από την κρίση μετά το 2013. Η σημαντική υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2016 -μέσω πρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων- και η καθυστέρηση της αποπληρωμής υποχρεώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα συμπίεσαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, περαιτέρω την ιδιωτική κατανάλωση.
Η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη σε ένταση δημοσιονομική προσαρμογή, αφού το πρωτογενές έλλειμμα του 10,1% του ΑΕΠ το 2009, αντιστράφηκε σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 4,2% του ΑΕΠ το 2016. Μικρότερου μεγέθους αλλά υψηλή δημοσιονομική προσαρμογή ακολούθησαν η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ισπανία.
Η έντονη αυτή δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα συνοδεύθηκε από συρρίκνωση του ΑΕΠ, λόγω κυρίως της μεγάλης υποχωρήσεως της εγχώριας ζητήσεως και σημαντικής αυξήσεως του ποσοστού ανεργίας, με αποτέλεσμα η μεγάλη πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών να οδηγήσει σε σημαντική μείωση της ιδιωτικής καταναλώσεως. Στις υπόλοιπες χώρες δεν φαίνεται η δημοσιονομική προσαρμογή να είχε τόσο σφοδρή επίπτωση στην ιδιωτική κατανάλωση. Όλες οι χώρες αύξησαν την ιδιωτική κατανάλωση την περίοδο 2009-2016, με εξαίρεση την Ιταλία, στην οποία η κατανάλωση μειώθηκε ελαφρά. Αντίθετα, η υψηλή αβεβαιότητα που συνοδεύθηκε από τα υψηλά ελλείμματα που παρουσίασαν οι χώρες το 2009 είχε έντονη αρνητική επίδραση στο επιχειρηματικό κλίμα. Με εξαίρεση τη Γαλλία, όλες οι χώρες σημείωσαν σημαντική μείωση των επενδύσεων σωρευτικά την περίοδο 2009-2016. Ειδικότερα στην Ελλάδα, η μείωση ήταν ραγδαία και έφθασε το 57,2% σωρευτικά την περίοδο 2009-2016.
Η μεγάλη πτώση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος δεν κατέστη ικανός παράγοντας για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων. Η αδυναμία περιορισμού της αβεβαιότητας, οι αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων, οι καθυστερήσεις που προέκυπταν ως προς τις αξιολογήσεις των προγραμμάτων προσαρμογής και η αδυναμία ταχείας υλοποιήσεως των μεταρρυθμίσεων αποτέλεσαν βασικούς παράγοντες που οι επενδύσεις στην Ελλάδα κατέγραψαν τόσο μεγάλη πτώση. Επιπλέον, το μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής εξακολουθεί να στηρίζεται υπέρμετρα στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών. Παρά τη στασιμότητα της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας το 2016 παρατηρείται μία ιδιαίτερα ισχυρή αύξηση των φόρων επί των προϊόντων.
Η υπέρβαση συνεπώς των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων μέσω υψηλών φορολογικών επιβαρύνσεων φαίνεται ότι καθιστά την αναπτυξιακή διαδικασία ιδιαίτερα εύθραυστη.
Διαθέσιμο Εισόδημα και Διάρθρωση Δαπανών Νοικοκυριών
Την περίοδο 2009-2015 το πραγματικό ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, μειώθηκε κατά 34% ως αποτέλεσμα της μείωσης των μισθών και των εισοδημάτων αλλά και της ραγδαίας ανόδου της ανεργίας.
Το 2016, ωστόσο, παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο. Από την ανάλυση των επιμέρους συνιστωσών που προσδιορίζουν την μεταβολή του, προκύπτει ότι η θετική συμβολή του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας το 2016, λόγω της αύξησης της απασχόλησης κατά 2% σε ετήσια βάση, σχεδόν αντιστάθμισε την αρνητική συνεισφορά του εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων, του εισοδήματος από την ακίνητη περιουσία, των καθαρών μεταβιβάσεων και των φόρων στο εισόδημα και την περιουσία.
Η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών τα τελευταία έτη όπως είναι αναμενόμενο, επέφερε αλλαγές στην κατανομή των νοικοκυριών με βάση το μηνιαίο εισόδημά τους. Το ποσοστό των νοικοκυριών στο κατώτερο εισοδηματικό κλιμάκιο αυξήθηκε σημαντικά, ενώ επίσης το ποσοστό εκείνων που ανήκουν στην ανώτερη κατηγορία μηνιαίου συνολικού εισοδήματος μειώθηκε εμφανώς.
Ειδικότερα, το ποσοστό των νοικοκυριών με συνολικό μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των €750 ανήλθε στο 15% το 2016, έναντι 11% το 2012 και 9% το 2009. Επίσης, το ποσοστό των νοικοκυριών με συνολικό μηνιαίο εισόδημα από €751-€1.000 ανήλθε σε 18% από 15% το 2009.
Αντιθέτως, το ποσοστό των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα άνω των €2.800 μειώθηκε από 27% το 2009, σε 20% το 2012 και μόλις 13% το 2016.
Η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών οδήγησε επίσης σε αλλαγή της διάρθρωσης των δαπανών τους το 2016 σε σχέση με το 2009. Όπως παρατηρείται, την περίοδο της οικονομικής κρίσεως τα νοικοκυριά προσάρμοσαν τις καταναλωτικές τους ανάγκες και δαπάνησαν το μεγαλύτερο μέρος των μέσων μηνιαίων δαπανών τους σε είδη διατροφής, που αποτέλεσε το 20% των δαπανών το 2016, έναντι 17% το 2009.
Ακολουθούν σε ποσοστό οι δαπάνες για στέγαση, που παρουσιάζουν αύξηση σε σχέση με το 2009. Αξιόλογη μεταβολή παρουσίασαν επίσης οι δαπάνες για διαρκή αγαθά, οι οποίες μειώθηκαν το 2016 σε σχέση με το 2009, γεγονός που υποδεικνύει ότι οι καταναλωτές έστρεψαν τις προτιμήσεις τους σε είδη βασικής ανάγκης (όπως διατροφή). Τέλος, σημειώνεται η μικρή αύξηση της ποσοστιαίας συμμετοχής των δαπανών των νοικοκυριών για «ποτά-καπνό» από 3% σε 4%, από το 2009 στο 2016.