Το προσχέδιο του Κρατικού προϋπολογισμού για το 2018 στοχεύει σε πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2,2% και 3,6% του ΑΕΠ, αντίστοιχα, το 2017 και το 2018 (σύμφωνα με τη μεθοδολογία της σύμβασης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης), έναντι αντίστοιχων στόχων του Προγράμματος για πλεονάσματα 1,75% και 3,5% του ΑΕΠ.
Οπως αναφέρει η Εθνική Τράπεζα στην τακτική της έκδοση για την ελληνική οικονομία, η αναμενόμενη υπεραπόδοση το 2017 -για τρίτο συνεχή χρόνο- σε σύγκριση με τους στόχους του Προγράμματος, αντανακλά κυρίως την αύξηση στο πλεόνασμα Κρατικού προϋπολογισμού κατά 1,1% του ΑΕΠ, κυρίως μέσω της συγκράτησης των δαπανών.
Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία εκτέλεσης του Κρατικού προϋπολογισμού στο 9μηνο του 2017 που, παράλληλα με τη συγκράτηση των δαπανών και τη σημαντική αύξηση στις επιστροφές φόρων, δείχνουν και σταθεροποίηση της πορείας των συνολικών φορολογικών εσόδων, μετά την επιδείνωση στο δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου. Το πρωτογενές πλεόνασμα στον Κρατικό προϋπολογισμό ανέρχεται στο 9μηνο του 2017 στο 3,1% του ΑΕΠ από 2,2% το 9μηνο του 2016 (συμπεριλαμβανομένων των εθνικολογιστικών προσαρμογών για επιστροφές φόρων).
Για το 2018, το προσχέδιο του Κρατικού προϋπολογισμού στοχεύει στην αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1,4% του ΑΕΠ, σε σχέση με το 2017, με αποτέλεσμα το πλεόνασμα να είναι ελαφρώς υψηλότερο από το στόχο του προγράμματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ. Η προσαρμογή το 2018 θα προκύψει, κατά βάση, από την πλευρά των εσόδων αλλά και από την εκτιμώμενη βελτίωση στη θέση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης.
Συγκεκριμένα, τα καθαρά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού το 2018 αναμένεται να αυξηθούν κατά 0,6% του ΑΕΠ, κυρίως μέσω της εφαρμογής νέων μέτρων από την πλευρά των εσόδων ύψους περίπου 0,3% του ΑΕΠ, με την υπολειπόμενη βελτίωση να προκύπτει από αύξηση της αποδοτικότητας και κυκλικές επιδράσεις.
Η μείωση των πρωτογενών δαπανών κατά 0,3% του ΑΕΠ, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης των άλλων φορέων γενικής κυβέρνησης (κατά 0,5% του ΑΕΠ), λόγω αύξησης του πλεονάσματος των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, θα συμβάλουν, επίσης, στην επίτευξη της απαιτούμενης προσαρμογής για το 2018.
Η συσταλτική επίδραση στον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ το 2018 που θα προκύψει από την προσδοκώμενη ετήσια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες, εκτιμάται από της Δ/νση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας ΕΤΕ +2,60% στις -0,7 ποσοστιαίες μονάδες.
Η τελική επίδραση είναι σημαντικά ηπιότερη από την ονομαστική προσαρμογή, καθώς ορισμένα από τα νέα δημοσιονομικά μέτρα που σχετίζονται με βελτίωση και εξορθολογισμό της διάρθρωσης δαπανών, εξοικονομήσεις από προμήθειες υγείας, καθώς και έσοδα που προέρχονται από την τουριστική δραστηριότητα (τέλος διαμονής), ασκούν πολύ περιορισμένη άμεση επίδραση στην εγχώρια ζήτηση.
Η αρνητική επίπτωση θα μειωθεί περαιτέρω στον βαθμό που ο σχεδιασμός εξόφλησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα υλοποιηθεί χωρίς καθυστερήσεις το 2018, καταλήγει η τράπεζα.