Οι εθνικές κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη έδειξαν λίγο ή καθόλου ενθουσιασμό για την καταλανική ανεξαρτησία. Θέλουν οι Ισπανοί ηγέτες να κινηθούν συγκρατημένα στη διαχείριση της αποσχιστικής πρόκλησης.
Ωστόσο κυβερνήσεις σε Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο και αλλού δεν θέλουν να διαμελιστεί η Ισπανία ή εκτιμούν ότι οι αποσχιστές δεν έχουν νομικά ή πολιτικά επιχειρήματα για να το πράξουν.
Σε μια πιο προσεκτική ματιά, το ενιαίο ευρωπαϊκό μέτωπο έχει ένα ή δύο αδύναμους κρίκους. Πάρτε για παράδειγμα την πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία της Σλοβενίας. Καθώς οι Καταλανοί αποσχιστές προχωρούσαν την καμπάνια τους, φωνές συμπάθειας γι’ αυτούς έρχονταν από τη Σλοβενία. «Οι καρδιές πολλών Σλοβένων χτυπούν για τον καταλανικό λαό», είπε ο πρόεδρος της χώρας Borut Pahor την 1η Οκτωβρίου, ημέρα που το χαοτικό δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία κηρύχτηκε παράνομο από τη Μαδρίτη.
Ο συναισθηματικός δεσμός των Σλοβένων με τους Καταλανούς αποσχιστές είναι κατανοητός. Μόλις 26 χρόνια πριν, η δική τους γη αποσπάστηκε από την κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία και η χώρα κέρδισε πλήρη ανεξαρτησία για πρώτη φορά στην ιστορία της . Οι Σλοβένοι βλέπουν παραλληλισμούς της εμπειρίας τους ως μικρού έθνους που ζούσε υπό την κυριαρχία των Σέρβων της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, και αυτής των Καταλανών, που διαβιούν κάτω από την υπεροχή της Μαρδίτης.
Οι Καταλανοί αποσχιστές σκέφτονται ανάλογα. Ο Carles Puigdemont, ηγέτης της τοπικής κυβέρνησης, επισκέφθηκε τη Σλοβενία το 1991. Θαύμασε τις ειρηνικές, δημοκρατικές μεθόδους που χρησιμοποίησαν οι Σλοβένοι για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Όπως ο George Orwell απαθανάτισε την περιοχή του Puigdemont στο βιβλίο του (1938) «Αφιέρωμα στην Καταλονία», ο Καταλανός πρόεδρος αποτίνει φόρο τιμής στη Σλοβενία.
Αναμφισβήτητα, ωστόσο, υπάρχουν περισσότερες διαφορές παρά ομοιότητες μεταξύ Σλοβενίας και Καταλονίας. Το 1989 οι πολιτικοί που ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας τροποποίησαν το Σλοβενικό Σύνταγμα τονίζοντας το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης. Τον Δεκέμβριο του 1990 έγινε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία. Το αποτέλεσμα ήταν άνω του 90% υπέρ της ανεξαρτησίας. Τον Ιούνιο του 1991 η Σλοβενία κήρυξε την ανεξαρτησία. Μετά από μια διαμάχη με τον γιουγκοσλαβικό στρατό, γνωστή ως «Πόλεμος 10 ημερών», η Σλοβενία ήταν ανεξάρτητη.
Στην Καταλονία ο πληθυσμός είναι πολύ λιγότερο ενωμένος στο θέμα της ανεξαρτησίας. Την 1η Οκτωβρίου, 90% ψήφισε υπέρ της απόσχισης από την Ισπανία αλλά η συμμετοχή ήταν μόλις 43%. Οι ψηφοφόροι που αντιτίθενται στην ανεξαρτησία μποϊκοτάρισαν το δημοψήφισμα.
Επιπρόσθετα, η Σλοβενία το 1989-1991 ήταν μια περιοχή που κατοικούνταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από Σλοβένους. Υπήρχε μόνο μια μικρή σερβική μειονότητα. Η Σλοβενία δεν είχε σύνορα με τη Σερβία. Αυτό ξεχώρισε τη χώρα από την Κροατία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου οι σερβικοί πληθυσμοί, στηριγμένοι από τη γειτονική Σερβία, πολέμησαν τους Κροάτες και τους Βόσνιους (Βόσνιοι μουσουλμάνοι), με τις μάχες να ξεκινούν το 1991 και να τελειώνουν το 1995.
Η Καταλονία στερείται της συμπαγούς εικόνας της Σλοβενίας. Σύμφωνα με μια απογραφή της καταλανικής κυβέρνησης, περίπου 46% του πληθυσμοί μιλά ισπανικά ως κύρια γλώσσα, έναντι 36% που χρησιμοποιεί τα καταλανικά και 12% που χρησιμοποιεί εξίσου και τις δύο. Είναι ξεκάθαρο ότι η πλειοψηφία όσων μιλούν ισπανικά θέλουν να παραμείνει μέρος της Ισπανίας.
Μια ακόμα διαφορά αφορά την ηγεσία. Ο Ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι μπορεί να χρεώνεται μια υπερνομικιστική και αδέξια προσέγγιση στην καταλανική κρίση. Δεν είναι όμως ο Φράνκο, πρώην δικτάτορας, και δεν είναι ο Σλόμποταν Μιλόσεβιτς, ο ισχυρός άνδρας της Σερβίας στα τέλη του 20ού αιώνα.
Η Ισπανία είναι μια δημοκρατία. Η κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία αποκτούσε δημοκρατικά χαρακτηριστικά στα τέλη της ύπαρξής της, αλλά περισσότερο σε επίπεδο δημοκρατιών, ειδικά στη Σλοβενία, παρά στο κέντρο.
Ισως η μεγαλύτερη διαφορά είναι ότι, όπως στην Ελλάδα το 1820 και την Ιταλία το 1860, η προσπάθεια της Σλοβενίας για ανεξαρτησία προσέλκυσε τη στήριξη ισχυρών ξένων κυβερνήσεων. Η Καταλονία, όπως το ιρακινό Κουρδιστάν, δεν την έχει.