«Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το βελτιούμενο οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα και την διαφαινόμενη πιθανότητα ότι η χώρα θα βγει επιτυχώς απ’ το πρόγραμμα το καλοκαίρι του 2018, την υψηλή και βελτιούμενη κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, που βρίσκεται αρκετά υψηλότερα από τα ελάχιστα απαιτούμενα επίπεδα, τη σημαντική προ-προβλέψεων κερδοφορία (περίπου €4.2 δισ. σε ετησιοποιημένη βάση), και η οποία αποτελεί σημαντικό περιθώριο ασφάλειας για δυνητικές μελλοντικές προβλέψεις, το δείκτη κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από προβλέψεις στο 50%, τα οποία ελαττώνονται σύμφωνα με τους επιχειρησιακούς στόχους, νιώθω σήμερα περισσότερο πεπεισμένος ότι οι επιπτώσεις από τις εποπτικές αλλαγές και την άσκηση προσομοίωσης ακραίων συνθηκών (stress test) θα είναι διαχειρίσιμες, χωρίς συστημικές διαταραχές, ιδίως εάν δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος στις τράπεζες να μειώσουν αποτελεσματικά τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και να καλύψουν την όποια επίπτωση στη κεφαλαιακή τους θέση μέσω εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων και αποτελεσματικής διαχείρισης ενεργητικού», τόνισε ο κος Καραμούζης από την Νέα Υόρκη στοπλαίσιο του συνεδρίου της Capital Link.
«Το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά από προκλήσεις», ανέφερε ακόμα, προσθέτοντας πως, «ορισμένες εκ των οποίων κληροδοτήθηκαν από την πρωτοφανή κρίση όπως:
• τα υψηλά (αν και μειούμενα) επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων,
• το βελτιούμενο μεν αλλά υπαρκτό ακόμα πρόβλημα της ρευστότητας και την επιστροφή των καταθέσεων
• τους περιορισμούς στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων
• τη συρρίκνωση των δανειακών χαρτοφυλακίων»
«Η κεφαλαιακή επάρκεια, η ποιότητα του ενεργητικού, οι συνθήκες ρευστότητας και η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών βαίνουν όμως βελτιούμενες, τα σχέδια αναδιάρθρωσης οδεύουν στη σωστή κατεύθυνση και οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιστρέψει σε οργανική κερδοφορία μετά από χρόνια σωρευτικών ζημιών στα πλαίσια μίας ανακάμπτουσας οικονομίας», συμπλήρωσε ο πρόεδρος της Eurobank.
«Ωστόσο», τόνισε «υπάρχουν και κάποιες ευρύτερες προκλήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, περιλαμβανομένων κάποιων εποπτικών πρωτοβουλιών (π.χ. IFRS 9, Basel III, MIFiD 2, TRIM, PSD2, calendar provisioning), η εφαρμογή των οποίων μπορεί δυνητικά να επιβαρύνει την κεφαλαιακή θέση των τραπεζών, ενώ σε συνδυασμό με τον εντεινόμενο ανταγωνισμό από τις αγορές, τους μη-τραπεζικούς διαμεσολαβητές χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, τις μεταβολές των προτιμήσεων των πελατών και τις νέες ρηξικέλευθες τεχνολογίες, απαιτούν μεγάλου εύρους μετασχηματισμό στο υπάρχον τραπεζικό επιχειρηματικό μοντέλο».