Τρεις κεντρικές τράπεζες συναντήθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα και οι αγορές μόλις και κινήθηκαν. Η FED αύξησε τα επιτόκια για τρίτη φορά φέτος και έστρωσε το έδαφος για περαιτέρω σύσφιξη. Η ΕΚΤ διατήρησε τις πολιτικές τόνωσης αλλά επιβεβαίωσε πλάνα να μειώσει τις μηνιαίες αγορές ενεργητικού από τον επόμενο μήνα. Η Τράπεζα της Αγγλίας σταμάτησε μετά την αύξηση επιτοκίου τον Νοέμβριο, αλλά έδωσε σήμα ότι τα επιτόκια είναι πιθανό να αυξηθούν ξανά τον επόμενο χρόνο.
Η απουσία κίνησης στη διαφαινόμενη άμεση σύσφιξη αξίζει πανηγυρισμού. Οι επενδυτές δεν κρέμονται πλέον από κάθε λέξη των κεντρικών τραπεζιτών, γιατί μετά τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις πυρόσβεσης εδώ και ολόκληρες γενιές, οι περισσότερες μεγάλες οικονομίες εμφανίζουν αξιοπρεπή υγεία και η νομισματική πολιτική έχει εσχάτως γίνει περισσότερο προβλέψιμη.
Στις ΗΠΑ, η απερχόμενη πρόεδρος της FED Janet Yellen επέβλεψε την επιστροφή της οικονομίας σε «πλήρη απασχόληση», συνοδευμένη επιτέλους από αύξηση μισθών. Εχει επίσης αποδειχτεί πιο επιδέξια από τον προκάτοχό της στο να βάλει το τεράστιο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της DEG σε αντίστροφη κίνηση, χωρίς να προκαλέσει αστάθεια στις αγορές.
Στην ΕΕ, ο Μάριο Ντράγκι αξίζει τεράστια αναγνώριση για το ότι ξεπέρασε την αντίδραση στις ριζοσπαστικές πολιτικές που τώρα αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς: η ανεργία υποχωρεί στην ευρωζώνη και τα τελευταία στοιχεία υπονοούν ότι το μπλοκ αναπτύσσεται με τον ταχύτερο ρυθμό εδώ και επτά χρόνια. Οι περιφερειακές οικονομίες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, ακόμα και η Ελλάδα είναι σε καλό δρόμο. Η γειτονική Ισλανδία, ένα πρόωρο θύμα της βουτιάς του 2008, έχει άρει τους κεφαλαιακούς ελέγχους και κερδίζει εκ νέου τη θέση της στις διεθνείς αγορές.
Οι προοπτικές για το Ηνωμένο Βασίλειο είναι λιγότερο ευνοϊκές, εξαιτίας των αβεβαιοτήτων του Brexit. Η παγκόσμια ανάκαμψη όμως τουλάχιστον περιορίζει το χτύπημα και ο Mark Carney, διοικητής της Τραπέζης της Αγγλίας, μπορεί να υποστηρίξει ότι η κεντρική τράπεζα είναι τώρα ένας «υποστηρικτικός ηθοποιός» στο δράμα, όχι ο πρωταγωνιστής.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες πάντως δεν μπορούν να επαναπαυθούν στις δάφνες τους. Οι αποφάσεις που πρέπει να λάβουν τον επόμενο χρόνο αναφορικά με τον ρυθμό και το μέγεθος της σύσφιξης θα αμφισβητηθούν έντονα και θα περιπλεχθούν από την ανομοιογενή φύση της ανάκαμψης, ειδικά στην ευρωζώνη.
Εν τω μεταξύ, η κατεύθυνση της πολιτικής είναι πιθανό να γίνει λιγότερο προβλέψιμη για τους επενδυτές, με ένα κύμα διορισμών στη FED και τη φημολογία να έχει ήδη ξεκινήσει για το ποιος θα διαδεχτεί το 2019 τον Μάριο Ντράγκι στην ΕΚΤ.
Στη μια πλευρά της συζήτησης, η ανησυχία ότι η απόσυρση της τόνωσης πολύ νωρίς, στο όνομα της «κανονικοποίησης», θα πνίξει την ανάπτυξη ή θα πυροδοτήσει μεγάλες πτώσεις στις τιμές ενεργητικών και θα επαναφέρει τα προβλήματα χρέους. Στην άλλη πλευρά, η ανησυχία είναι ότι μια παρατεταμένη περίοδο των εξαιρετικά χαλαρών πολιτικών επιτρέπει να δημιουργηθούν κίνδυνοι στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι οποίοι μπορεί να πυροδοτήσουν την επόμενη κρίση, και ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να μην έχουν πυρομαχικά για να την πολεμήσουν, αν ξεσπάσει.
Για τους χαράκτες νομισματικής πολιτικής, η πολύ γρήγορη σύσφιξη δείχνει πιο μεγάλος κίνδυνος, δεδομένης της επίμονης απουσίας πληθωριστικών πιέσεων. Η FED έχει επιλέξει να ξεκινήσει ένα κύκλο σύσφιξης πιστεύοντας ότι ο υψηλότερος πληθωρισμός θα ακολουθήσει τη βελτίωση στην απασχόληση και την ανάπτυξη. Δεν υπάρχουν ακόμα πολλά σημάδια γι’ αυτό. Οι προβλέψεις της ΕΚΤ δείχνουν πληθωρισμό κάτω του στόχου το 2020, παρότι τα επιτόκια παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Ενας λόγος παραπάνω, ωστόσο, για να χρησιμοποιήσουν οι τράπεζες τα μακροπροληπτικά εργαλεία που έχουν στην κατοχή τους για να περιορίσουν τα χρηματοπιστωτικά ρίσκα και να σταματήσουν την υπερθέρμανση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Ο Jay Powell, ο νέος πρόεδρος της FED, και ο Randal Quarles, νέος επικεφαλής εποπτείας, δεν πρέπει να βιαστούν στην απορρύθμιση. Η ΕΚΤ έχει μια μάχη μπροστά της για να αναγκάσει τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν την κληρονομιά των κόκκινων δανείων: πρέπει να πιέσει.
Οι κεντρικές τράπεζες, πολύ κακοποιημένες τα τελευταία χρόνια, μπορούν τώρα να κηρύξουν την «επιτυχία» των ανορθόδοξων πολιτικών τους. Αλλά η δουλειά τους δεν πρόκειται να γίνει ευκολότερη.