«Η ύπαρξη ενός τέτοιου προληπτικού πλαισίου στήριξης εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018», γράφει η TτΕ. «Κάτι τέτοιο θα τονώσει την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, διότι αυτοί θα γνωρίζουν ότι η οικονομική πολιτική είναι και θα παραμείνει συνετή, αποκλείοντας την επανεμφάνιση των ανισορροπιών.
Η αποσαφήνιση της μορφής που θα λάβει η στήριξη της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του προγράμματος είναι σημαντική, στην περίπτωση που μέχρι τότε δεν θα έχει βελτιωθεί η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας, και για έναν πρόσθετο λόγο: για να μην απολεσθεί η δυνατότητα των ελληνικών ομολόγων (α) να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και
(β) να συμμετάσχουν στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ, στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), είτε στην κανονική του διάρκεια είτε στη διάρκεια της επανεπένδυσης σε νέους τίτλους.
Οι δράσεις αυτές θα βελτιώσουν το επενδυτικό και επιχειρηματικό κλίμα και θα προσελκύσουν εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις. Παράλληλα, θα διευκολύνουν την επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα, την οριστική άρση των κεφαλαιακών περιορισμών και τη διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας μετά από οκτώ χρόνια θυσιών, ύφεσης και στασιμότητας που έχουν επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες».
Η ανάπτυξη
Επιτάχυνση της ανάκαμψης βλέπει η Τράπεζα της Ελλάδoς στην Ενδιάμεση Εκθεση για την Οικονομία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, προβλέπονται ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ 1,6%, 2,4% και 2,5% για τα έτη 2017, 2018 και 2019 αντίστοιχα.
Η ανάκαμψη της οικονομίας το 2017 αποδίδεται κατά κύριο λόγο στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας, της ανάκαμψης του διεθνούς εμπορίου και της χαλάρωσης των κεφαλαιακών περιορισμών. Η άνοδος της εξωτερικής ζήτησης ενισχύει τη βιομηχανική παραγωγή και συμβάλλει στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.
Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιταχυνθεί το 2018 και το 2019, με τη συμβολή των εξαγωγών, της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων να είναι σημαντική. Η κατανάλωση αναμένεται να ανακάμψει, ωθούμενη κυρίως από την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω της ανόδου της απασχόλησης.
Κίνδυνοι και προκλήσεις
Οι εξελίξεις τους επόμενους μήνες θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμες, γιατί θα επιδράσουν καθοριστικά στην πορεία της οικονομίας για πολλά χρόνια. Μετά από οκτώ χρόνια επώδυνης προσαρμογής, η οικονομία βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση που επιτρέπει θετικές προσδοκίες για το μέλλον. Για να υλοποιηθούν όμως οι προσδοκίες αυτές, πρέπει μέσα στους προσεχείς μήνες να σχεδιαστεί η ομαλή κατάληξη της «περιόδου των προγραμμάτων» και η επαναφορά στην ομαλότητα. Οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσα σ’ αυτό το σύντομο διάστημα είναι:
• η διεύρυνση και εμπέδωση της εμπιστοσύνης, που θα επιτρέψει την επάνοδο στις χρηματοπιστωτικές αγορές με διατηρήσιμους όρους μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018,
• η υλοποίηση των μέτρων του προγράμματος χωρίς καθυστερήσεις,
• η καλή προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης, που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος,
• οι διαπραγματεύσεις για τη ρύθμιση του χρέους και για τους όρους της εποπτείας μετά τη λήξη του προγράμματος,
• η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (σε συνάρτηση με τη βελτίωση της οικονομίας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης), η οποία θα βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα και θα βοηθήσει στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.
Καθυστερήσεις ή εμπλοκές στα παραπάνω ζητήματα θα δυσχεράνουν την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, θα θέσουν σε δοκιμασία την πορεία εξόδου από την κρίση και θα υπονομεύσουν τις αισιόδοξες προβλέψεις. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και εξωτερικοί κίνδυνοι, οι οποίοι συνδέονται με:
• την πιθανή αύξηση της αποστροφής των επενδυτών προς τον κίνδυνο λόγω αναταράξεων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές,
• την εντεινόμενη πολιτική αβεβαιότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως λόγω της αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας στη Γερμανία, καθώς και λόγω των καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους όρους του Brexit,
• ευρύτερους γεωπολιτικούς παράγοντες (προσφυγική κρίση, Βόρειος Κορέα κ.λπ.).
Τράπεζες
Συνολικά, οι εξελίξεις όσον αφορά τα αποτελέσματα και την ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών ήταν θετικές. Στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2017 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν οριακά κέρδη προ φόρων. Ειδικότερα, τα κέρδη προ φόρων διαμορφώθηκαν σε 287 εκατ. ευρώ, βελτιωμένα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016.
Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) μειώθηκε κατά 7,6% (ή 8,2 δισ. ευρώ) τον Σεπτέμβριο του 2017 συγκριτικά με τον Μάρτιο του 2016 (όταν τα ΜΕΑ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο) και διαμορφώθηκε σε 100,4 δισ. ευρώ ή 44,6% των συνολικών ανοιγμάτων. Η βελτίωση κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2017 ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων, ενώ θετικά συνέβαλε στη μείωση και η πώληση δανείων εκ μέρους των τραπεζών. Οι πωλήσεις δανείων συνεχίστηκαν και το δ’ τρίμηνο του έτους.
Με βάση τις εκθέσεις προόδου που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνεται επαρκής η πρόοδος ως προς τους στόχους αποτελεσμάτων. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι ο στόχος μείωσης των NPEs για τα δύο επόμενα έτη αυξάνεται σημαντικά, γεγονός που συνεπάγεται την ανάγκη ενίσχυσης των προσπαθειών των τραπεζών και αξιοποίησης του συνόλου των διαθέσιμων εργαλείων για εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους.
Όσον αφορά την επιχειρηματική πίστη, υπενθυμίζεται ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ως ποσοστό των συνολικών ανοιγμάτων παραμένουν συγκριτικά σε υψηλότερο επίπεδο για τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους. Επίσης, υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρατηρούνται στους κλάδους του εμπορίου, των κατασκευών και της μεταποίησης, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη έκθεση σε δανεισμό. Πάντως, οι συσσωρευμένες προβλέψεις των τραπεζών επαρκούν για να καλύψουν το ήμισυ του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, ενώ το υπόλοιπο καλύπτεται πολύ ικανοποιητικά (σε ποσοστό που προσεγγίζει το 100%) από την αξία (βάσει συντηρητικών αποτιμήσεων) των εμπράγματων εξασφαλίσεων που έχουν λάβει οι τράπεζες έναντι των προβληματικών δανείων τους.
Μια οικονομική πολιτική που θα στοχεύει στην ανάπτυξη
Πέρα από τις βραχυπρόθεσμες ευκαιρίες και τους κινδύνους, η μακρόχρονη οικονομική κρίση έχει αναδείξει σημαντικές προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, προκειμένου η ελληνική οικονομία να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Οι προκλήσεις αυτές είναι:
• η υψηλή και επίμονη μακροχρόνια ανεργία,
• το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων,
• η υστέρηση των επενδύσεων,
• το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος και
• η διατηρούμενη, ακόμη, σε υψηλά επίπεδα φοροδιαφυγή.
Οχι στα λάθη του παρελθόντος
Το τέλος του προγράμματος προσαρμογής, εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις που έχουν επισημανθεί, μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για τη στροφή της οικονομικής πολιτικής σε αναπτυξιακή κατεύθυνση. Η πολιτική αυτή πρέπει πάση θυσία να μην επαναλάβει λάθη του παρελθόντος και να επικεντρωθεί στην προσπάθεια δημιουργίας των συνθηκών που θα οδηγήσουν σε ταχεία διατηρήσιμη ανάπτυξη, αντιμετωπίζοντας τις μεγάλες προκλήσεις που προαναφέρθηκαν. Συνεπώς, η οικονομική πολιτική από εδώ και στο εξής πρέπει να επικεντρωθεί στα εξής:
1. Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων.
2. Υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην περικοπή των μη παραγωγικών δαπανών και στην αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της περιουσίας του Δημοσίου. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, η περιουσία του Δημοσίου στην Ελλάδα είναι από τις μεγαλύτερες ως ποσοστό του ΑΕΠ στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα και της φορολογικής διοίκησης, προκειμένου να καταπολεμηθεί η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή και να διευρυνθεί η φορολογική βάση, θα έχει ως αποτέλεσμα την πιο δίκαιη κατανομή των δημοσιονομικών βαρών και θα διευκολύνει τη μείωση των υπερβολικά υψηλών φορολογικών συντελεστών.
3. Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των στρατηγικών κακοπληρωτών.
4. Βελτίωση της ποιότητας και διασφάλιση της ορθής λειτουργίας και ανεξαρτησίας των θεσμών. Όσον αφορά τις ανεξάρτητες αρχές και άλλους αντίστοιχους θεσμούς, είναι σημαντικό να ενισχυθεί η διοικητική και οικονομική αυτονομία τους και να διασφαλιστεί ο σεβασμός στην ανεξαρτησία τους παράλληλα με την αυξημένη λογοδοσία τους προς τη Βουλή. Οι αποτελεσματικοί θεσμοί βελτιώνουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και προάγουν την οικονομική ανάπτυξη, καθώς επηρεάζουν τα κίνητρα των ατόμων και των επιχειρήσεων όσον αφορά τις επενδύσεις σε υλικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, σε τεχνολογία και στην οργάνωση της παραγωγής.
5. Άρση διαφόρων εμποδίων στις επενδύσεις. Πέραν της βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της μείωσης της φορολογίας, είναι απαραίτητη η αποφασιστική και οριστική άρση των εμποδίων που ορθώνουν διάφορα μικρά ή μεγάλα οργανωμένα συμφέροντα και ομάδες και τα οποία επιδεινώνουν το επιχειρηματικό κλίμα και παρακωλύουν την υλοποίηση νέων επενδύσεων και ιδιωτικοποιήσεων, ακόμη και αυτών που έχουν ήδη εγκριθεί.
6. Αντιμετώπιση του υψηλού δημόσιου χρέους. Χρειάζονται αποφασιστικές και συγκεκριμένες ενέργειες για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους στη βάση των αποφάσεων του Eurogroup του Ιουνίου 2017. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση ήπιας αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, η οποία συνεπάγεται αμελητέο κόστος για τους εταίρους και προβλέπει, μεταξύ άλλων, μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) κατά 8,5 χρόνια τουλάχιστον.
7. Στήριξη των ανέργων και ενίσχυση των προγραμμάτων απασχόλησης και κατάρτισης.
Στουρνάρας - Βούτσης
Τις παραπάνω θέσεις επανέλαβε ο Γιάννης Στουρνάρας και στις δηλώσεις του μετά την επίδοση της έκθεσης στον πρόεδρο της Βουλής. Όπως ανέφερε ο Διοικητής της ΤτΕ , «το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα έξι μονάδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα και έχουμε οκτώ μήνες για να το διορθώσουμε». Τόνισε ότι «εάν δεν μπορεί να διορθωθεί, πρέπει ακριβώς να δούμε τι θα συμβεί μετά τον Αύγουστο του 2018». «Έχουμε προτάσεις κι ελπίζω να διαβαστούν» σημείωσε.
Ο Πρόεδρος της Βουλής παραλαμβάνοντας την Ενδιάμεση Έκθεση επισήμανε πως «είναι σημαντικό ότι ουδείς αμφισβητεί πλέον, τόσο στο πολιτικό σύστημα, όσο και στο εσωτερικό της χώρας και διεθνώς, πως η χώρα οδεύει στην τυπική αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και στην ουσιαστική έξοδο από τους κανόνες επιτήρησης και τα δεδομένα της δανειακής συμφωνίας».
Ο κ. Βούτσης τόνισε ότι «όλοι έχουμε αντιληφθεί -και αυτό αποτελεί το αντικείμενο συζήτησης- το πώς θα είναι βιώσιμη και καθαρή αυτή η έξοδος έτσι ώστε να υπάρχει, από κεί και πέρα, μια ανοικτή λεωφόρος κι ένας οδικός χάρτης που θα βοηθήσει την ελληνική κοινωνία, όχι απλά να μείνει όρθια, αλλά σιγά σιγά να ανασυστήνεται ο κοινωνικός ιστός και να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις και στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία για μια νέα ανάπτυξη, ένα νέο παραγωγικό μοντέλο και πρότυπο της χώρας και μια νέα διεθνή ενισχυμένη θέση της Ελλάδας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση».