Η πορεία Εκτελέσεως του Προϋπολογισμού δείχνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβερνήσεως το 2017 θα υπερβεί, για δεύτερο συνεχές έτος, τον στόχο που έχει τεθεί στη Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκολύνσεως. Ειδικότερα, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού, το πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται ότι θα φθάσει το 2,44% του ΑΕΠ το 2017, έναντι στόχου 1,75%. Η ανωτέρω εξέλιξη αναμένεται να προκύψει ως το συνδυαστικό αποτέλεσμα της πορείας των αυξημένων εσόδων από τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως και την έμμεση φορολογία και των μειωμένων εσόδων από την άμεση φορολογία. Ειδικότερα:
Η αναμενόμενη υπέρβαση των στόχων συνδέεται κατά κύριο λόγο με τη βελτίωση του αποτελέσματος των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως, μέσω δύο πηγών. Πρώτον μέσω, των αυξημένων εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές καθώς αυξήθηκε τόσο η απασχόληση όσο και το ίδιο το ύψος των εισφορών, και δεύτερον, μέσω της μειωμένης δαπάνης για συντάξεις.
Αντιθέτως, το αναμενόμενο αποτέλεσμα του κρατικού προϋπολογισμού για το 2017 παρουσιάζει τάσεις επιδεινώσεως. Τούτο οφείλεται σε δύο κυρίως παράγοντες: (α) την υποχώρηση των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος και τις υψηλότερες επιστροφές φόρων λόγω της μειώσεως των δηλωθέντων εισοδημάτων, ιδιαίτερα των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών και (β) την ενίσχυση των δαπανών, λόγω της διανομής κοινωνικού μερίσματος.
Ωστόσο, το αρνητικό αυτό αποτέλεσμα στον Κρατικό Προϋπολογισμό αμβλύνεται το 2017 σε σημαντικό βαθμό, όπως και το 2016, από την αύξηση των εσόδων από την έμμεση φορολογία και κυρίως τον φόρο προστιθέμενης αξίας ως αποτέλεσμα της διευρυμένης χρήσεως των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών και του συνεπαγόμενου περιορισμού των παραοικονομικών δραστηριοτήτων.
Η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή που επετεύχθη την τελευταία επταετία, και κυρίως η υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων κατά τα δύο τελευταία έτη, βελτιώνει την αξιοπιστία της χώρας και βοηθά στη συγκράτηση του δημοσίου χρέους. Ωστόσο, η υπέρβαση αυτή σε συνδυασμό με το φοροκεντρικό μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής συγκρατεί την αναπτυξιακή δυναμική, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται η φοροδοτική ικανότητα.
Όπως επισημαίνεται στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2017 της ΤτΕ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, τα τελευταία έτη καταγράφεται συνεχής μείωση των δηλωθέντων εισοδημάτων και σταθερή αύξηση του αριθμού των φορολογουμένων με ετήσια εισοδήματα κάτω από το αφορολόγητο όριο. Η Ελλάδα παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2016, ανάμεσα σε επιλεγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ενώ παράλληλα κατέγραψε αρνητικό ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ στην ίδια περίοδο.
Η αύξηση των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα των υψηλών φορολογικών συντελεστών είναι ιδιαιτέρως επιβαρυντική για την οικονομία, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ότι το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα είναι επίσης από τα υψηλότερα. Αφενός, η διεύρυνση της χρήσεως του ηλεκτρονικού χρήματος συμπιέζει την παραοικονομία. Αφετέρου, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές συνιστούν αντικίνητρο για τη βελτίωση της φορολογικής συμμορφώσεως.
Πρόσφατη μελέτη έχει υποστηρίξει ότι, η αύξηση των φορολογικών συντελεστών έχει μεγαλύτερο υφεσιακό αντίκτυπο όσο υψηλότερη είναι η παραοικονομία. Ειδικότερα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (Νομισματική Πολιτική 2017, Ειδικό Θέμα IV.1, σελ. 79), η αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά μία εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ στην Ελλάδα μειώνει το ΑΕΠ κατά 2,8%, όταν υπάρχει παραοικονομία, ενώ όταν δεν υπάρχει παραοικονομία κατά 1,5%. Τούτο οφείλεται στο ότι η αύξηση των φόρων δίνει κίνητρα για μεταφορά δραστηριοτήτων από την επίσημη στην ανεπίσημη οικονομία. Αυτή η εξέλιξη με τη σειρά της συνήθως πυροδοτεί ένα νέο κύκλο φορολογικών αυξήσεων στην επίσημη οικονομία για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων από την πλευρά των εσόδων, που οδηγεί σε περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομίας.
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με μελέτη της Τραπέζης Ελλάδος (Fiscal Policy with an Informal Sector, Working Paper no 235, 2017), εάν ο φορολογικός ελεγκτικός μηχανισμός ήταν αποδοτικότερος και είχε περιορισθεί η παραοικονομία από την αρχή της δημοσιονομικής προσαρμογής, τότε δεν θα απαιτούνταν τόσο υψηλή αύξηση των φορολογικών συντελεστών προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι και η ύφεση στην οικονομία θα ήταν ηπιότερη.
Συνεπώς, η δημοσιονομική πολιτική μειώσεως των φόρων εάν συνδυασθεί με τον περιορισμό της παραοικονομίας θα έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για την οικονομία, στην πορεία προς την οικονομική ανάπτυξη. Η επένδυση επομένως στην ανάπτυξη υποδομών για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του φοροεισπρακτικού και ελεγκτικού μηχανισμού συνιστά την πιο σημαντική μεταρρύθμιση για τη χώρα, αφού αποτελεί τον μόνο ασφαλή δρόμο για οικονομική ανάπτυξη με ταυτόχρονη δημοσιονομική ισορροπία.