Η επίμονη αδυναμία του αμερικάνικου δολαρίου αναγκάζει τους κεντρικούς τραπεζίτες σε όλο τον κόσμο να εντείνουν τις προειδοποιήσεις για το κόστος της ανατίμησης του νομίσματος στις οικονομίες τους.
Η πτώση του δολαρίου συνεχίζεται και το 2018, με τον δείκτη που παρακολουθεί τις κινήσεις του νομίσματος έναντι των βασικών ανταγωνιστών του να αγγίζει χαμηλό τριών ετών.
Οι απώλειες του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος έχει μεγάλη σημασία για άλλες οικονομίες που έχουν ανακάμψει χάρη στις ισχυρότερες εξαγωγές, όπως η Ευρώπη και η Ιαπωνία.
Το ευρώ, το οποίο έχει ενισχυθεί ως και 2,7% από την αρχή του έτους, υποχώρησε σημαντικά από το υψηλό του $1.2322 την Τετάρτη όταν ο Βίτορ Κονστάντσιο, ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έγινε ο τελευταίος αξιωματούχος που σχολίασε την μεγάλη άνοδο του ενιαίου νομίσματος έναντι του δολαρίου.
«Ανησυχώ για τις απότομες κινήσεις το ευρώ που δεν αντανακλούν αλλαγές σε θεμελιώδη στοιχεία» σημείωσε.
Ο Έβαλντ Νοβότνι, αξιωματούχος της ΕΚΤ, πρόσθεσε πως η άνοδος του ευρώ «δεν βοηθάει». Το ευρώ κινήθηκε ως και 0,4% χαμηλότερα την Τετάρτη.
Είχε προηγηθεί παρόμοιο σχόλιο από το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Φρανσουά Βιλερουά, ο οποίος προειδοποίησε την Τρίτη για τις καθοδικές πιέσεις που ασκεί η άνοδος του ευρώ στις τιμές εισαγωγών.
«Η άνοδος του ευρώ έχει γίνει για άλλη μια φορά ένας παράγοντας που η αγορά πρέπει να λάβει υπόψη στις προσδοκίες της» ανέφερε αναλυτής της Commerzbank.
Το γεν έχει κινηθεί χαμηλότερα αυτή την εβδομάδα εν μέσω δημόσιων «πιέσεων» προς την κεντρική τράπεζα. Ο Τάρο Άζο, ο υπουργός Οικονομικών της Ιαπωνίας, δήλωσε πως δεν «είναι μεγάλη υπόθεση» αν η αξία του γεν είναι κοντά στο $110.80, αλλά πρόσθεσε πως οι απότομες νομισματικές μεταβολές θα ήταν πρόβλημα.
Οι κεντρικές τράπεζες της G10 προετοιμάζονται για αλλαγές στην νομισματική πολιτική, καθώς το παγκόσμιο εμπόριο δίνει ώθηση στις οικονομίες τους και ενισχύει την υπόθεση για νομισματική σύσφιξη.
Αλλά η υπερβολική υποτίμηση των νομισμάτων τους για να αποκτήσουν ανταγωνιστικότητα στο εμπόριο αντιμετωπίζεται ως ρίσκο. Ο Μαρκ Τσάντλερ, της Brown Brothers Harriman, υποστήριξε πως τα σχόλια του κ. Άζο, όπως και αυτά των αξιωματούχων της ΕΚΤ, «δείχνουν ότι προσπαθούν πολύ προσεκτικά να αποφύγουν τον ανταγωνισμό με την απρόβλεπτη αμερικάνικη κυβέρνηση».
Η αδυναμία του δολαρίου ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των αγορών το 2017 και αν και τέθηκε υπό έλεγχο τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, η καθοδική πορεία συνεχίστηκε και αντιστάθηκε σε υποστηρικτικούς παράγοντας όπως η ενίσχυση της οικονομίας που έχει οδηγήσει υψηλότερα τα επιτόκια των αμερικάνικων ομολόγων.
Η απόδοση του 2ετους αμερικάνικου ομολόγου βρίσκεται πάνω από το 2% για πρώτη φορά από το 2008, καθώς η αγορά ομολόγων αναμένει ότι η Fed μπορεί να προχωρήσει σε τρεις αυξήσεις επιτοκίων φέτος εφόσον η φορολογική μεταρρύθμιση βοηθήσει να αυξηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης και οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό.
Ο Σάιμον Ντέρικ, της BNY Mellon, ανέφερε πως αν και η ρήξη των συσχετίσεων ανάμεσα στην ισοτιμία ευρώ-δολαρίου και στο spread των διετών ομολόγων των δύο χωρών εμφανίζεται κυρίως μετά από μεγάλες αλλαγές στην νομισματική πολιτική, «η αναζήτηση αποδόσεων ως κινητήρια δύναμη για την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου φαίνεται εξουδετερωμένη προς το παρόν».
Οι δηλώσεις των κεντρικών τραπεζιτών δείχνουν πως η συνεχιζόμενη αδυναμία του δολαρίου τραβάει την προσοχή των φορέων άσκησης πολιτικής, υποστήριξε ο Ντέρεκ Χάλπενι της MUFG, αλλά ενδέχεται να έχει μόνο ένα περιορισμένο αντίκτυπο για δύο λόγους.
Πρώτον, σημείωσε, η Τράπεζα της Ιαπωνίας και η ΕΚΤ μειώνουν τις αγορές ομολόγων και αυτές οι μετατοπίσεις της νομισματικής πολιτικής δεν πρόκειται να αλλάξουν λόγο των νομισματικών μεταβολών. «Δεύτερον, τόσο για την Τράπεζα της Ιαπωνίας όσο και για την ΕΚΤ, η άνοδος στις τιμές του αργού θα λειτουργήσουν αντισταθμιστικά στην επίδραση της νομισματικής ανατίμησης στον πληθωρισμό» τόνισε ο κ. Χάλπενι.
Αναλυτές της Nomura υποστήριξαν ότι παρά του ότι ο κυβερνήτης της Τράπεζας της Ιαπωνίας Χαρουχίκο Κουρόντα διατήρησε την υπόσχεση για χαλαρή νομισματική πολιτική στην προηγούμενη συνεδρίαση, ο αντίκτυπος της ήταν περιορισμένος και οι «προσδοκίες της αγοράς για ομαλοποίηση της πολιτικής της κεντρικής τράπεζας αυξάνονται σταδιακά».