Είναι καιρός να αναγνωρισθεί και στην πράξη ότι οι γυναίκες έχουν τις ίδιες ικανότητες με τους άνδρες και οι δυνατότητές τους πρέπει να αξιοποιούνται, λαμβάνοντας πάντα υπόψη το σημαντικό τους ρόλο στη δημιουργία και τη συνοχή της οικογένειας. Αυτό τονίζει ο ΣΕΒ, στο εβδομαδιαίο ενημερωτικό του, εκτιμώντας ότι η επιθυμητή ισοτιμία μεταξύ ανδρών και γυναικών μπορεί να επιδιωχθεί, με πολιτικές, πρώτον, που ελαφρύνουν τον βαρύ ρόλο που παίζουν οι γυναίκες στην ανατροφή των παιδιών και τη φροντίδα των γονέων (επαρκείς κοινωνικές δομές, φορολογικά κίνητρα κ.ο.κ.), έτσι ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας, και, δεύτερον, που εστιάζουν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων στις θετικές επιστήμες στην εκπαίδευση των γυναικών και την προσέλκυσή τους σε κλάδους με μεγάλη συγκέντρωση ανδρών (κίνητρα σε επιχειρήσεις, προγράμματα δια βίου μάθησης, μη άσκηση διακριτικής μεταχείρισης στη βάση σεξιστικών αντιλήψεων κατά την πρόσληψη, κ.ο.κ.).
Σύμφωνα με τις καταγραφές του ΣΕΒ, το 2017, οι καθαρές προσλήψεις διαμορφώθηκαν σε 143,5 χιλ. (+5,3%), εκ των οποίων 112 χιλ. (+2,1%) σε κλάδους πλην του τουρισμού, αντανακλώντας την ισχυροποίηση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Το ποσοστό των νέων προσλήψεων μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2016 και 2015 στο 57,4% έναντι 43% τον Δεκέμβριο του 2014. Παράλληλα, η αυξημένη ζήτηση στην αγορά αντικατοπτρίζεται στην άνοδο του δείκτη τιμών καταναλωτή κατά +1,1% το 2017 συνολικά (+0,3% χωρίς την επίπτωση των έμμεσων φόρων – μεταφορές, ποτά, καπνό κλπ), έπειτα από 4 έτη αποπληθωρισμού. Την ίδια ώρα, ακόμα και η οικοδομική δραστηριότητα παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης (+23,4% στον όγκο που αντιστοιχεί στις νέες άδειες το διάστημα Ιαν – Οκτ 2017), έπειτα από 9 έτη πτώσης. Η εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού διασφάλισε την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος άνω του αναθεωρημένου στόχου, παρά την υστέρηση των εσόδων προ επιστροφών και των εσόδων του ΠΔΕ, λόγω της συγκράτησης πρωτογενών δαπανών, των δαπανών του ΠΔΕ και της μείωσης των καταπτώσεων εγγυήσεων από τα υψηλά επίπεδα του 2016.
Οι αναλυτές σημειώνουν πως διεθνώς, το χάσμα ευκαιριών και εισοδήματος μεταξύ των δύο φύλων μικραίνει διαχρονικά, αν και θα πάρει δεκαετίες η εξάλειψη του φαινομένου σε κάποιο σημαντικό βαθμό. Αυτό είναι αποτέλεσμα της προόδου που σημειώνεται στο πεδίο της συμμετοχής των γυναικών στην εκπαίδευση και την πολιτική, αν και στο πεδίο της οικονομίας, η πρόοδος που σημειώθηκε έχει αρχίσει να αντιστρέφεται τα τελευταία χρόνια, ενώ στο πεδίο της υγείας, σημειώνεται μια ελαφρά χειροτέρευση που επηρεάζεται, όμως, μεσοσταθμικά από Κίνα και Ινδία. Στη Δυτική Ευρώπη, τα τελευταία 10 χρόνια, σημειώθηκε βελτίωση σε όλα τα πεδία, με την εξαίρεση της υγείας όπου σε 15 (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) από τις 20 χώρες που εξετάζονται, υπήρξε χειροτέρευση του σχετικού δείκτη. Αυτό συναρτάται, κυρίως, με την χειροτέρευση στον δείκτη προσδόκιμου ζωής με πλήρη υγεία κατά τη γέννηση, που, σε ορισμένες χώρες, μειώνεται πιο γρήγορα στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες, ή σε άλλες χώρες, δεν αυξάνει τόσο γρήγορα στις γυναίκες όσο στους άνδρες καθώς η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στον εργασιακό στίβο φαίνεται να συνυπάρχει με αρνητικές επιδράσεις στην υγεία τους, αντισταθμίζοντας σε κάποιο μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τη θετική συνεισφορά και στα δύο φύλα των τεχνολογικών εξελίξεων στην ιατρική επιστήμη. Στην Ελλάδα, οι γυναίκες έχουν καλύψει το 69,2% (75,6% στη Δυτική Ευρώπη) της απόστασης μέχρι την πλήρη ισοτιμία ανδρών και γυναικών (4η από το τέλος), με ποσοστά κάλυψης 67% (70,6% στη Δυτική Ευρώπη) στην οικονομία (7η από το τέλος), 99,1% (99,6% στη Δυτική Ευρώπη) στην εκπαίδευση (3η από το τέλος), 97,3% (97,2% στη Δυτική Ευρώπη) στην υγεία (11η από το τέλος) και 13,6% (34,9% στη Δυτική Ευρώπη) στην πολιτική (2η από το τέλος) αντιστοίχως. Χωρίς να υποβαθμίζεται η σημασία της συμμετοχής στην πολιτική, η συνολική βαθμολογία προκύπτει ως απλός αριθμητικός μέσος των βαθμολογιών στα 4 επιμέρους πεδία, και, ως εκ τούτου, επηρεάζεται υπερβολικά από τη χαμηλή βαθμολογία που αφορά στη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική, γεγονός που κατατάσσει την Ελλάδα κάτω από το επίπεδο 18 χωρών των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης. Σε κάθε περίπτωση, η σχετικά χαμηλή θέση της Ελλάδας στη συνολική κατάταξη οφείλεται κυρίως, στη χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό της χώρας (59,6% για τις γυναίκες και 76,5% για τους άνδρες με τα αντίστοιχα ποσοστά στη Δυτική Ευρώπη να διαμορφώνονται σε 70,2% και 80,2%), και στη συγκέντρωση των εργαζόμενων γυναικών σε κλάδους και δεξιότητες με σχετικά χαμηλότερες αμοιβές από ό,τι σε κλάδους και δεξιότητες όπου είναι μεγαλύτερη η συγκέντρωση των εργαζόμενων ανδρών.