Σε ενδεχόμενο «ατύχημα» στις αγορές, δεν θα υπάρχει δίχτυ ασφαλείας και η Ελλάδα θα κληθεί να διαχειριστεί το βάρος των επιλογών της κυβέρνησης. Θα πρέπει να επιβιώσει στην αρένα των αγορών, οι οποίες δάνεισαν ήδη ακριβά τη χώρα και κλυδωνίζονται από αλλεπάλληλα σοκ στα χρηματιστήρια. Αυτό τονίζει ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ και του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης, αναλύοντας τον προβληματισμό που υπήρξε στο Eurogroup της 19ης Φεβρουαρίου με αποτέλεσμα τη καθυστέρηση της εκταμίευσης των 5,7 δις ευρώ από τη συνολική τέταρτη δόση των 6,7 δις ευρώ της τρίτης αξιολογησης.
Όπως σημειώνει ο κ.Κορκίδης, η ερμηνεία της έκθεσης συμμόρφωσης από τη Κομισιόν, την ΕΚΤ και την ΕΕ για την «επιτυχή εκπλήρωση» των δύο τελευταίων προαπαιτουμένων αναφορικά με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και την επένδυση του Ελληνικού, πάγωσε τις διαδικασίες εκταμίευσης και οδήγησε σε μία απόφαση επί της αρχής. Η τελική απόφαση αναμένεται, ως γνωστόν, να ληφθεί εντός δύο εβδομάδων, σε επίπεδο EWG ή Διοικητικού Συμβουλίου ESM, ώστε να δοθεί το «πράσινο φώς» για να ξεκινήσουν οι εθνικές διαδικασίες έγκρισης και να ολοκληρωθούν με το Γερμανικό Κοινοβούλιο μέχρι τη 14η Μαρτίου. Στην ατζέντα του EG δεν υπήρχε ως θέμα συζήτησης η επιτήρηση μετά το πρόγραμμα, ούτε η 2η φάση ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Το χρέος, η «γαλλική πρόταση» και η πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ από τη χρήση των κερδών ελληνικών ομολόγων θα είναι αντικείμενο συζήτησης σε τεχνικό επίπεδο στο EWG. Όσο για το πρόγραμμα επιτήρησης μετά το πρόγραμμα «Post Programme Surveillance» θα εξαρτηθεί από το πόσο σοβαρό θα είναι το «ολιστικό πρόγραμμα αναπτυξιακής στρατηγικής», πόσο φιλικό στην επιχειρηματικότητα και πόσο εφικτοί οι στόχοι απόδοσης του.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της ΕΣΕΕ, ανησυχία έχει δημιουργήσει τελευταία η αναταραχή στα χρηματιστήρια η οποία πλήττει την ελληνική οικονομία, καθώς το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο του Δημοσίου ξεπέρασε το 4,2%. Το μεταμνημονιακό πλαίσιο δεσμεύσεων και ενισχυμένης εποπτείας PPS, με ορίζοντα τετραετίας θα αρχίσει να διαμορφώνεται με την έλευση του κουαρτέτου των δανειστών στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου. Μνημόνιο με εξασφαλίσεις φθηνού δανεισμού, όπως συμβαίνει έως σήμερα, δεν θα υπογραφεί το καλοκαίρι. Θα υπάρξει όμως ένα νέο κείμενο δεσμεύσεων χωρίς λεφτά από τους δανειστές, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, απέναντι στο οποίο η κυβέρνηση θα θέσει το δικής της ιδιοκτησίας πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και κοινωνικών παροχών. Επίσης προληπτική γραμμή στήριξης δεν θα δοθεί, αφού η ΕΚΤ, όπως αναφέρουν ασφαλείς πληροφορίες, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρέπει να δοκιμαστεί η τύχη της Ελλάδας στις αγορές χωρίς «μηχανική υποστήριξη». Ωστόσο οι αναλυτές εκτιμούν ότι είναι μια κίνηση αυξημένου ρίσκου, κρούοντας μάλιστα τον κώδωνα του κινδύνου με φόντο την αναταραχή στις αγορές. Αμεση συνέπεια της απουσίας κάποιας μορφής προγράμματος θα είναι η απώλεια της κατ’ εξαίρεση αποδοχής των ελληνικών ομολόγων ως ενεχύρων δανεισμού των τραπεζών από την ΕΚΤ, το λεγόμενο waiver και της προσδοκίας ένταξης στο QE.
Ο κ.Κορκίδης υπενθυμίζει με νόημα πως πρόσφατα το δεκαετές ελληνικό ομόλογο έκανε άλμα πάνω από το 4,2% (από 3,7%) σε κύμα γενικευμένων πιέσεων, την ώρα που η προηγούμενη εβδομάδα στα χρηματιστήρια χαρακτηρίστηκε από αναλυτές «η χειρότερη των τελευταίων έξι ετών». Το ενδεχόμενο «ατύχημα» στις αγορές θα επιχειρήσει να προλάβει η κυβέρνηση χτίζοντας ένα ακριβό μαξιλάρι διαθεσίμων, ύψους 19 δισ. ευρώ, με τη συνδρομή και του ESM. Τα 3 δις ευρώ, τα οποία αντλήθηκαν από την έκδοση επταετούς ομολόγου, με επιτόκιο 3,5%, κοστίζουν πάνω από 100 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Την ίδια ώρα, καταγράφει ότι οι προσδοκίες για γενναίες παρεμβάσεις στο χρέος αποδυναμώνονται, με τον Πιερ Μοσκοβισί να δηλώνει: «Μην υπολογίζετε σε κάποια υπερβολική γενναιοδωρία, καθώς το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών θα είναι πάντα προσηλωμένο στη σταθερότητα». Αρμόδιες πηγές επίσης εκτιμούν ότι ελάφρυνση του ελληνικού χρέους χωρίς όρους και προϋποθέσεις – αυτό που οι δανειστές αποκαλούν conditionality – δεν μπορεί να περάσει από τον σκληρό πυρήνα του Eurogroup. Το ΔΝΤ από τη πλευρά του δεν θέλει «conditionality» συνδεδεμένη με το χρέος και σε αυτή την περίπτωση εναλλακτική λύση είναι, οι δεσμεύσεις να εξαρτηθούν από τη σταδιακή αποδέσμευση των κερδών από ελληνικά ομόλογα που διακρατούν εθνικές τράπεζες και ΕΚΤ, τα λεγόμενα SMPs και ANFAs, τα οποία εκτιμάται πως υπερβαίνουν τα 5 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα πάντως με τις εκτιμήσεις, το πλαίσιο των δεσμεύσεων θα καλύπτει ακόμα και μια πλήρη θητεία της επόμενης κυβέρνησης. Το αρχικό μίνιμουμ της διετίας, ώστε να καλύπτονται οι εθνικές εκλογές στο σενάριο του 2019 και η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας το 2020, έχουν δώσει τη θέση τους σε σενάρια ενισχυμένης εποπτείας και δεσμεύσεων με διάρκεια τεσσάρων ετών σε πρώτη φάση. Το νέο πλαίσιο δεσμεύσεων δεν θα ονομάζεται πλέον μνημόνιο, αλλά θα υπάρχει ένα κείμενο αποκαλούμενο «framework» το οποίο η κυβέρνηση θα πρέπει να υπογράψει στους δανειστές, δεσμεύοντας έτσι και την επόμενη κυβέρνηση, ανεξαρτήτως του χρόνου διεξαγωγής των εκλογών.
Στο ελληνικό οικονομικό επιτελείο ο πήχης των προσδοκιών για το χρέος δεν βρίσκεται πλέον στα ύψη, παρατηρεί ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ. «Κατά πληροφορίες, η επικρατέστερη άποψη είναι πως μετά τη διευθέτηση η ελληνική οικονομία «από μια υπερβολικά υπερχρεωμένη οικονομία, θα είναι μια συνηθισμένη υπερχρεωμένη οικονομία». Απέναντι στην αβεβαιότητα και τις νέες δεσμεύσεις, η κυβέρνηση σχεδιάζει να παρουσιάσει το ελληνικής ιδιοκτησίας «φιλικό πρόγραμμα» μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης πριν από το Πάσχα, το οποίο θα υποβάλει στην Κομισιόν τον Απρίλιο, ώστε η ένταξη στη διαδικασία αξιολόγησης με βάση το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο να δώσει ένα σήμα σταδιακής επιστροφής στην κανονικότητα. Το πρόγραμμα θα έχει ορίζοντα τετραετίας και εκτός από τα επώδυνα μέτρα όπως η μείωση συντάξεων και αφορολογήτου, θα περιλαμβάνει τα αντίμετρα, αλλά και ένα πακέτο με μειώσεις φόρων και σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού, συνολικού κόστους 3,5 δις ευρώ, έως το 2022».
«Το συμπέρασμα που προκύπτει από το ρίσκο μίας «καθαρής εξόδου» είναι ότι η «σφραγίδα βιωσιμότητας» του χρέους από τους δανειστές, προϋποθέτει νέες δεσμεύσεις και πρόσθετα μέτρα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια», καταλήγει ο κ.Κορκίδης.