Η λεγόμενη λίστα Μπόργιανς εστάλη στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 2015, έπειτα από πρωτοβουλία του τότε υπουργού Οικονομικών του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (ΒΡΒ) Νόρμπερτ-Βάλτερ Μπόργιανς, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στην αγορά CD από την Ελβετία με ονόματα πιθανών Γερμανών φοροφυγάδων. Η πρώτη του προσπάθεια, το 2012, να ευαισθητοποιήσει τις ελληνικές αρχές για τα ελληνικά ονόματα που τυχαίως περιείχαν οι λίστες που είχε αγοράσει, δεν είχε καρποφορήσει.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα, αντιμετώπισε εξαρχής το θέμα διαφορετικά, δίνοντας προτεραιότητα στον έλεγχο των υποθέσεων. Παρά ταύτα όμως ο έλεγχος αυτός δεν έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Η λίστα Μπόργιανς περιλαμβάνει 10 χιλιάδες περίπου δεδομένα επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων με καταθέσεις ύψους 6,5 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε η «Καθημερινή» στις αρχές Μαρτίου, αν και είχε ξεκινήσει έλεγχος σε 333 υποθέσεις, ολοκληρώθηκαν μόλις 135. Το ποσό που βεβαιώθηκε από τους ελέγχους που διενεργήθηκαν ανήλθε σε 115 εκατομμύρια ευρώ, ενώ στα δημόσια ταμεία μπήκαν μόλις 16,8 εκατομμύρια ευρώ.
Mεγάλες προσδοκίες
Φυσικά και οι προσδοκίες από τη λίστα ήταν μεγαλύτερες, παραδέχεται ο άνθρωπος που τις παρέδωσε στην Ελλάδα, Νόρμπερτ-Βάλτερ Μπόργιανς σε αποκλειστική του συνέντευξη προς την Deutsche Welle: «Όταν δίνεις μια βάση δεδομένων με καταθέσεις άνω των έξι δισ., πρέπει να γνωρίζεις ότι δεν είναι όλοι παράνομοι σε αυτή τη λίστα. Υπό αυτή την έννοια, δεν περίμενα να εισπραχτούν έξι δισ. ευρώ. Ωστόσο τα εισπραχθέντα 16 εκατομμύρια είναι ένας πολύ μικρός αριθμός.
Και φυσικά ήλπιζα ότι όλοι εκείνοι που φοροδιέφυγαν, θα επέστρεφαν τα χρήματα αυτά στα δημόσια ταμεία. Είναι κάτι που προκαλεί πάντα απογοήτευση. Αυτό όμως δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα, ισχύει και για εμάς. Όταν όλοι εκείνοι που πράγματι κάνουν βρωμοδουλειές καταφέρνουν να γλιτώσουν με τη βοήθεια ακριβοπληρωμένων συμβούλων και δικηγόρων, τότε αυτό προκαλεί φυσικά οργή. Και γι' αυτό ήλπιζα εντέλει το ποσό να ήταν μεγαλύτερο».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λίστα Μπόργιανς περιλαμβάνει και ονόματα ανθρώπων ή επιχειρήσεων που δεν φοροδιαφεύγουν. Υπάρχουν σίγουρα και άλλοι λόγοι για να μεταφέρει κανείς την περιουσία του σε ελβετικές τράπεζες, αυτοί όμως είναι εξαιρετικά λίγοι, σύμφωνα με τον πρώην υπ. Οικονομικών της ΒΡΝ.
«Η Ελβετία καταβάλλει σχετικά μικρά επιτόκια και επιβάλλει υψηλά τέλη. Δεν υπάρχουν λοιπόν πολλοί λόγοι για να μεταφέρει κανείς τα χρήματά του στην Ελβετία, εκτός κι αν είναι να σου αποφέρει κάποιο κέρδος[…]».
Εκτιμάται ότι τα ποσά που εισπράχθηκαν τόσο από τη λίστα Μπόργιανς όσο και από τη λίστα Λαγκάρντ δεν πρόκειται να αυξηθούν σημαντικά, διότι το μεγαλύτερο μέρος των λιστών έχει παραγραφεί βάσει πρόσφατων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αυτό όμως δεν συνιστά ελληνική ιδιαιτερότητα. Το ίδιο πρόβλημα έχει και η Γερμανία, «γι' αυτό και εργαζόμαστε πυρετωδώς, όταν έχουμε υποθέσεις δισεκατομμυρίων», επισημαίνει ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός.