Στην ομοβροντία των «τιτιβισμάτων» του Ντόναλντ Τραμπ που υφιστάμεθα σε καθημερινή βάση, υπάρχει μερικές φορές ένα ίχνος αλήθειας.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιτέθηκε στον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ Άσσαντ για μια πιθανή επίθεση με χημικά όπλα στην πόλη Ντούμα που βρίσκεται στα χέρια των ανταρτών, τον αποκάλεσε «κτήνος» και του κατέστησε σαφές πως θα έρθει αντιμέτωπος με μια στρατιωτική απάντηση.
Σε αντίθεση με ότι μας έχει συνηθίσει, η οργή του αυτή τη φορά κατευθύνθηκε και εναντίον του Βλαντιμίρ Πούτιν, του Ρώσου ηγέτη που χωρίς αυτόν ο κ. Άσαντ δεν θα ήταν στην εξουσία. Με πιο απλά λόγια, ο κ. Τραμπ φαίνεται πως έχει καταλάβει τι συμβαίνει στον πόλεμο στην Συρία. Αλλά η τιμωρία του Σύριου δικτάτορα για την επίθεση στη Ντούμα, δεν είναι μια αποτελεσματική πολιτική για την αντιμετώπιση του συριακού προβλήματος.
Τα τελευταία έξι χρόνια το καθεστώς Άσαντ έχει προκαλέσει λουτρό αίματος, με το Ιράν και τη Ρωσία να μην αποσύρουν τη στήριξη τους, όσο φρικτές και αν είναι οι βιαιοπραγίες που έχουν διαπραχθεί. Ο κ. Άσαντ ανέκτησε τον έλεγχο χάρη στην αποφασιστικότητα των συμμάχων του. Στον αντίποδα, οι δυτικές κυβερνήσεις ήλπιζαν στην πτώση του αυταρχικού ηγέτη, χωρίς ωστόσο να είναι πρόθυμες να δράσουν.
Για ένα διάστημα ανέθεσαν τη Συρία στις χώρες του Κόλπου, οι οποίες δαπάνησαν δισεκατομμύρια δολάρια για τη δημιουργία ενός ανοργάνωτου στρατού που κατέρρευσε αντιμέτωπος με διαιρέσεις.
Μια δυτική στρατιωτική επέμβαση, η οποία μπορεί να είχε στρέψει την πλάστιγγα υπέρ των ανταρτών στην αρχή του εμφυλίου πολέμου, αποκλείστηκε ως επιλογή. Με τη σκιά της επέμβασης του 2003 στο Ιράκ να παραμένει βαριά, μια ακόμα παρέμβαση στη Μέση Ανατολή κρίθηκε υπερβολικά ριψοκίνδυνη.
Η μόνη διαδικασία που εξετάζεται τώρα είναι οι ειρηνευτικές συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ που είναι για χρόνια στην ατζέντα και δεν έχουν οδηγήσει πουθενά. Αντίθετα, η μόνη διπλωματική δραστηριότητα που είχε κάποιο αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια περιλάμβανε το Ιράν, τη Ρωσία και την Τουρκία, με τις ΗΠΑ να μένουν εκτός κάδρου.
Με τον καιρό, οι επιλογές της Δύσης για την Συρία έχουν συρρικνωθεί σημαντικά και το κόστος μιας επέμβασης έχει αυξηθεί. Ο συριακός πόλεμος έχει μετατραπεί σε μια σειρά από αλληλοσυνδεόμενες συρράξεις, η κάθε μια από τις οποίες έχει τη δυνατότητα να πυροδοτήσει μια ευρύτερη ανάφλεξη στην περιοχή.
Μια σύγκρουση είναι αυτή μεταξύ των Τούρκων και των Κούρδων της Συρίας, οι οποίοι έχουν την στήριξη των αμερικάνικων δυνάμεων, μια άλλη είναι αυτή μεταξύ των ισραηλινών και ιρανικών δυνάμεων και των αντιπροσώπων τους. Ο κίνδυνος από μια αμερικανική επίθεση σε στόχους του καθεστώτος είναι πως θα μπορούσε να προκαλέσει μια ακόμα πιο επικίνδυνη σύγκρουση, αυτή ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία.
H πολιτική της Δύσης απέναντι στην Συρία βλέπει τον πόλεμο μέσα από δύο πρίσματα που σχετίζονται περισσότερο με την ευρύτερη διεθνή ασφάλεια παρά με την σταθερότητα στην ίδια τη Συρία. Το ένα είναι η κόκκινη γραμμή στη χρήση απαγορευμένων χημικών όπλων και το άλλο είναι η ήττα της τρομοκρατικής οργάνωσης του ISIS.
Tον Απρίλιο του 2017 ο κ. Τραμπ επιτέθηκε κατά του κ. Άσαντ για μια επίθεση με χημικά όπλα που είχε σκοτώσει 80 ανθρώπους και απάντησε άμεσα με μια πυραυλική επίθεση σε συριακή αεροπορική βάση. Η κυβέρνηση Τραμπ ξεκαθάρισε πως ήταν μια έκτακτη αντίδραση στην χρήση χημικών όπλων. Αλλά υπήρχε και ένας ακόμα παράγοντας. Ο κ. Τραμπ αντλεί ικανοποίηση από το να υπογραμμίζει τις αποτυχίες του προκατόχου του. Ενδεχομένως το μεγαλύτερο λάθος του Μπάρακ Ομπάμα στην εξωτερική πολιτική ήταν η αποτυχία να τηρήσει την κόκκινη γραμμή που είχε θέση στην χρήση χημικών όπλων από το συριακό καθεστώς.
Ακόμα και τότε, η πυραυλική επίθεση του κ. Τραμπ είχε μικρό αντίκτυπο. Εντός ολίγων ημερών, συριακά αεροσκάφη απογειώνονταν από την αεροπορική βάση που είχε πληγεί. Οι θάνατοι από βόμβες-βαρέλια, βλήματα και πείνα συνεχίστηκαν.
Η θέση του κ. Τραμπ είναι πως η εμπλοκή των ΗΠΑ στην Συρία θα μπορούσε να περιοριστεί. Λίγο πριν την επίθεση στην Ντούμα, ο πρόεδρος, κρίνοντας πως η επιχείρηση κατά του ISIS έχει ολοκληρωθεί, ζήτησε από τους στρατιωτικούς του να αποσύρουν 2.000 Αμερικανούς στρατιώτες, μια εντολή που του συνέστησαν να καθυστερήσει.
Ακόμα και καθώς πολλαπλασιάζει τις απειλές του κατά στρατιωτικών στόχων, η πρόθεση του είναι να αποχωρήσει από τη Συρία, παρά να συρθεί πιο βαθιά μέσα στη σύγκρουση.
Η επίθεση με χημικά κατά αμάχων, αν επιβεβαιωθεί, δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητη. Αλλά αν και η ανταπόδοση μπορεί να ανακούφιση πρόσκαιρα τις δυτικές τύψεις για την συριακή τραγωδία και να ενισχύσει το προφίλ του κ. Τραμπ, δεν μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο μιας συγκροτημένης πολιτικής για τη Συρία.