Η βελτίωση του παρονομαστή του λόγου φόρου - ανταποδοτικότητας είναι κρίσιμη, ώστε, η προσπάθεια εκλογίκευσης των φορολογικών υπερβολών να μην υπονομεύσει την επίτευξη των εύλογων δημοσιονομικών στόχων που συνάδουν και με τη μακροπρόθεσμη φερεγγυότητα της χώρας. Αυτό εκτιμά ο ΣΕΒ σε ειδική μελέτη του με βάση και τα συμπεράσματα του πρόσφατου επενδυτικού συνεδρίου του. Οι εκπρόσωποι των μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας εισηγούνται εκλογίκευση των φόρων για ανάπτυξη, επενδύσεις, δουλειές και μακροχρόνια βιωσιμότητα χρέους.
Κατά τους αναλυτές, πρέπει οι φορολογικοί συντελεστές, αλλά και τεχνικές λεπτομέρειες που διαμορφώνουν την τελική φορολογική επιβάρυνση ειδικά σε εταιρικό επίπεδο, να διαμορφωθούν σε ανταγωνιστικά -για μια χώρα με μέση θεσμική ωριμότητα- επίπεδα, έτσι ώστε η επενδυτική πρόταση που διατυπώνει η χώρα σε εργασία και κεφάλαιο να είναι ρεαλιστική στην πράξη. Ταυτόχρονα, θα πρέπει οπωσδήποτε, λένε, να γίνει μια ριζοσπαστική μείωση των υπέρμετρων φορολογικών επιβαρύνσεων, οι οποίες σήμερα επιβάλλονται στη μισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα, αλλά και τις εργαζόμενες οικογένειες.
Ειδικότερα, ο ΣΕΒ επαναλαμβάνει ότι, στο κλείσιμο του 8ετούς μνημονιακού κύκλου, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σημαντική πρόκληση: την αποκατάσταση του σημαντικού επενδυτικού κενού, ύψους 100 δις ευρώ, που αφήνει πίσω της η μακροχρόνια κρίση και ύφεση. Εμπόδια, λοιπόν, σε αυτή την πρόκληση αποτελούν η χαμηλή μη μισθολογική ανταγωνιστικότητα (λόγω υπερβολικής επιβάρυνσης με φόρους και εισφορές της εργασίας), η δύσκολη και ακριβή πρόσβαση σε χρηματοδότηση (ειδικά για τις ΜμΕ), τα πολλά εμπόδια στο επιχειρηματικό περιβάλλον και οι υψηλοί φόροι παντού. Το πρόβλημα της υπερφορολόγησης κατέδειξαν και οι πρόσφατες έρευνες του ΟΟΣΑ και των Διανέοσις – ΙΟΒΕ. Στο special report καταγράφεται «η μεγάλη έκταση των ακραίων φορολογικών επιβαρύνσεων που κρατούν καθηλωμένη την ελληνική οργανωμένη και νομοταγή επιχειρηματικότητα καθώς και την Ελληνική παραγωγική εργασία, εμποδίζοντας τον αναγκαίο μετασχηματισμό της οικονομίας» και επαναδιατυπώνονται οι προτάσεις της επιχειρηματικής κοινότητας. Συγκεκριμένα, πέρα από την εκλογίκευση των επιβαρύνσεων στη μισθωτή εργασία, ο ΣΕΒ προτείνει:
1) τη συνδυαστική και σταδιακή μείωση κατά 30% των φόρων στα επιχειρηματικά κέρδη και τα διανεμόμενα μερίσματα, περιλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς όπως προέκυψε από τη συζήτηση στο Επενδυτικό Συνέδριο μείωση κατά 10% του επιχειρηματικού φορολογικού συντελεστή αυξάνει 1,3% το ΑΕΠ,
2) τον εξορθολογισμό του μίγματος των έμμεσων και ειδικών φόρων, τελών, εισφορών, και επιβαρύνσεων σε –κρίσιμες για τον παραγωγικό μετασχηματισμό- δραστηριότητες, όπου αυτές ξεπερνούν τον μέσο όρο των αντίστοιχων επιβαρύνσεων σε άλλες χώρες της Ε.Ε.,
3) την εφαρμογή επενδυτικών φορολογικών κινήτρων για την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων οι οποίες θα δημιουργήσουν νέες δουλειές και έσοδα στο δημόσιο,
4) την επιθετική προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και τιμολόγησης σε όλο το μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας στα πλαίσια της προσπάθειας αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου.
5) Λαμβάνοντας υπόψη τα δύσκολα δημοσιονομικά της χωράς, και εφόσον θεσμοθετηθούν τα παραπάνω, προτείνεται από τον ΣΕΒ να μένει -σε κάθε περίπτωση- προς φορολόγηση τουλάχιστον 30% από τα φορολογητέα κέρδη των επιχειρήσεων ετησίως.
Στο Σύνδεσμο επιμένουν πως ένα κράτος πρέπει να προσφέρει ένα σταθερό και αξιόπιστο φορολογικό πλαίσιο για την επιχειρηματική δράση. Παράλληλα, πρέπει να παρέχει υπηρεσίες αδειοδότησης, απονομής δικαιοσύνης, εποπτείας της αγοράς, καθώς και υψηλής ποιότητας κοινωνικές υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης αντίστοιχου επιπέδου των πλέον ανεπτυγμένων χωρών της Ε.Ε., εφόσον επιθυμεί να τιμολογεί με τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές της Ευρώπης. Για να διατυπώσει η χώρα μια πειστική πρόταση σε επενδυτές και εργαζόμενες οικογένειες δεν είναι απαραίτητο να έχει τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Αλλά, όπως σημειώνεται αρμοδίως, πρέπει να αποφύγει τις αντιπαραγωγικές υπερβολές και ταυτόχρονα να εγγυάται την ανταποδοτικότητα που αρμόζει σε μια χώρα της Ε.Ε. Υπογραμμίζεται ότι η χώρα μπορεί να ανακάμψει δυναμικά με την προϋπόθεση να προωθηθούν οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που δεν περιλήφθηκαν ποτέ στα προγράμματα προσαρμογής, να υλοποιηθούν σωστά αυτές που εκκρεμούν, να μειωθεί η φορολογική αβεβαιότητα και το μη μισθολογικό κόστος που επιβαρύνει ειδικά τη μισθωτή εργασία και τις εργαζόμενες οικογένειες του ιδιωτικό τομέα και να εκλογικευτούν μια σειρά από φορολογικές υπερβολές που δρουν ανασταλτικά στις επενδύσεις. Έτσι, θα αποκτήσει μακροπρόθεσμους ρυθμούς ανάπτυξης και μια δημογραφική δυναμική που θα είναι συμβατή, μεταξύ άλλων, με τη μακροχρόνια δημοσιονομική φερεγγυότητα της χώρας και την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.