Διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και μετά το πέρας των μνημονίων εισηγείται το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην πρώτη του έκθεση υπό τη νέα του σύνθεση, μετά την αντικατάσταση του κ. Π. Λιαργκόβα από τον κ. Φ. Κουτεντάκη.
Στην έκθεση γίνεται λόγος για «διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας με την έννοια της μέγιστης προσοχής, υπευθυνότητας και διαφάνειας στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος» δεδομένου ότι «η αδυναμία ελέγχου των δημόσιων οικονομικών ήταν η βασική αιτία που προκάλεσε μια οδυνηρή κρίση για τους πολίτες της χώρας». Συνεπώς, σημειώνεται στην έκθεση « απαιτείται μια αξιόπιστη δέσμευση ότι δεν θα επαναληφθούν οι πρακτικές του παρελθόντος».
Ταυτόχρονα, επισημαίνονται κίνδυνοι και προκλήσεις της επόμενης ημέρας, οι οποίες όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές του Γραφείου θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με τη μέγιστη δυνατή πολιτική συναίνεση. Η γενική εικόνα για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την έκθεση, είναι θετική. Επιτεύχθηκε πέρυσι ρυθμός ανάπτυξης 1,4%, η ρευστότητα της οικονομίας βελτιώνεται, οι τράπεζες πέρασαν τα stress tests χωρίς να προκύψουν πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες, το πρωτογενές πλεόνασμα ξεπέρασε τους στόχους για τρίτο συνεχόμενο έτος, οι αποδόσεις των ομολόγων υποχωρούν, η ανεργία μειώνεται και ο ρυθμός πληθωρισμού, αν και επιβραδύνθηκε παραμένει θετικός.
«Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω εξελίξεις στην πραγματική οικονομία, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και την αγορά εργασίας, οι προσδοκίες για τη χώρα μας είναι θετικές. Το 2018 αναμένεται επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κοντά στο 2% ενώ ήδη αρκετοί βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών παρουσιάζουν θετική εικόνα», σημειώνεται.
Οι συντάκτες της έκθεσης απαριθμούν σειρά κινδύνων στο εξωτερικό περιβάλλον (πιθανή αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης, ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω, μεταξύ άλλων, του αυξανόμενου προστατευτισμού, ενδεχόμενων αναταράξεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου από μια ταχύτερη του αναμενομένου εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής στις αναπτυγμένες οικονομίες) και σειρά προκλήσεων εντός των τειχών.
Ως προς τα δημοσιονομικά τονίζεται ότι «είναι απόλυτα εφικτή η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του προγράμματος προσαρμογής για το 2018 η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων».
Στην έκθεση επισημαίνεται το θολό τοπίο που διέπει του νέο πλαίσιο εποπτείας μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM («με δεδομένο ότι το επίσημο πλαίσιο για την «Άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα» του κανονισμού 472/2013 δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερές, οι ακριβείς όροι θα καθοριστούν από την πολιτική διαπραγμάτευση που θα ολοκληρωθεί στους επόμενους μήνες») ενώ τονίζεται ιδιαίτερα η αβεβαιότητα που θα προκαλούσε η ύπαρξη αιρεσιμότητας αναφορικά με τη διευθέτηση του χρέους.
«Από πλευράς των επίσημων δανειστών, το κρίσιμο ζητούμενο είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων που θα εξασφαλίζει την υπεύθυνη στάση των μελλοντικών κυβερνήσεων. Εδώ αναμένεται να χρησιμοποιηθεί η ρύθμιση του χρέους υπό συνθήκες που θα αξιολογούνται σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστούν θα πρέπει να συμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητα και να μην χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα – καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές, δηλαδή τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος.