Στα 20 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκαν τα κέρδη από συνεχιζόμενες δραστηριότητες της Εθνικής το Α’ τρίμηνο του 2018 σε επίπεδο Ομίλου έναντι ζημιών €60 εκατ. το προηγούμενο τρίμηνο, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση.
Τα εγχώρια Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (NPEs) μειώθηκαν κατά €0,8 δισ. σε τριμηνιαία βάση, με το ρυθμό δημιουργίας νέων Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων να παραμένει σε αρνητικά επίπεδα (€0,1 δισ.)
Παράλληλα η μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων υπερβαίνει το στόχο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) για το Α’ τρίμηνο του 2018 κατά €0,92 δισ. Η σχεδιαζόμενη πώληση χαρτοφυλακίου δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών θα φέρει την Τράπεζα στην εκπλήρωση του στόχου μείωσης των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων για το 2018.
Στην Ελλάδα, η ΕΤΕ διατηρεί τα χαμηλότερα επίπεδα Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων και δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών μεταξύ των εγχώριων τραπεζών, σε συνδυασμό με τους υψηλότερους δείκτες κάλυψης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων και δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών από σωρευμένες προβλέψεις, οι οποίοι διαμορφώθηκαν σε 60% και 84%, αντίστοιχα.
Ο συνδυασμός της συντηρητικής πολιτικής προβλέψεων κατά το 2017 και της εφαρμογής του ΔΠΧΠ 9 έθεσε τις βάσεις για σημαντική αποκλιμάκωση του εγχώριου κόστους πιστωτικού κινδύνου (CoR), το οποίο διαμορφώθηκε σε 167 μ.β. το Α’ τρίμηνο του 2018 από 250 μ.β. το προηγούμενο τρίμηνο και 294 μ.β. το Α’ τρίμηνο του 2017.
Η ΕΤΕ παραμένει η μόνη Ελληνική συστημική Τράπεζα με πλήρη απεξάρτηση από το μηχανισμό ELA. ο Δείκτης Δανείων προς Καταθέσεις διαμορφώνεται στο 75% στην Ελλάδα, στα καλύτερα επίπεδα του κλάδου, αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Δήλωση του CEO Π. Μυλωνά
Τα αποτελέσματα Α’ τριμήνου 2018 σηματοδοτούν την επιστροφή της ΕΤΕ στην οργανική κερδοφορία, κεφαλαιοποιώντας στον ισχυρό ισολογισμό και την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου της Τράπεζας.
Αναφορικά με τις επιδόσεις της τράπεζας σε επίπεδο κερδοφορίας, η ΕΤΕ κατέγραψε οργανικά κέρδη ύψους €26 εκατ., αντανακλώντας τη σημαντική αποκλιμάκωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου, μετά τη συντηρητική πολιτική προβλέψεων και την εφαρμογή του ΔΠΧΠ 9. Το κόστος πιστωτικού κινδύνου αναμένεται να παραμείνει στα επίπεδα του Α’ τριμήνου για το 2018. Οι πρωτοβουλίες εξορθολογισμού του κόστους και η βελτίωση στα έσοδα από προμήθειες θα αντισταθμίσουν τη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους. Ως αποτέλεσμα, η ΕΤΕ αναμένει να συνεχίσει παράγει θετική κερδοφορία για το υπόλοιπο του έτους.
Η ρευστότητα της Τράπεζας συνιστά ένα ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα, καθώς η ΕΤΕ παραμένει η μοναδική Ελληνική Τράπεζα που αποδεσμεύτηκε από τον ELA, ενώ η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ αντανακλά αποκλειστικά το πρόγραμμα στοχευμένων συναλλαγών μακροχρόνιας αναχρηματοδότησης (TLTROs). Με δείκτη δάνεια προς καταθέσεις μόλις στο 75% στην Ελλάδα, η ΕΤΕ παραμένει σε πλεονεκτική θέση ενόψει της ισχυροποίησης της ανάκαμψης της Ελληνικής οικονομίας, εστιάζοντας κυρίως στη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων.
Αναφορικά με την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου, η ΕΤΕ κατόρθωσε να μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα για 8ο συνεχόμενο τρίμηνο, διατηρώντας παράλληλα το υψηλότερο ποσοστό κάλυψης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων του εγχώριου τραπεζικού κλάδου στο 60%. Η υπεραπόδοση της τάξεως των €0,9 δισ. έναντι του στόχου για το Α’ τρίμηνο του 2018, σε συνδυασμό με τη σχεδιαζόμενη πώληση χαρτοφυλακίου δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, θέτει τις βάσεις όχι μόνο για την επίτευξη του στόχου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού για το 2018 νωρίτερα από το αναμενόμενο, αλλά και για τη διατήρηση ενός σημαντικού αποθέματος για το 2019.
Τα υψηλά ποσοστά κάλυψης των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων παρέχουν στην ΕΤΕ ευελιξία στην υλοποίηση της στρατηγικής μείωσης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων. Από πλευράς κεφαλαιακής επάρκειας, ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 16,5%, μη ενσωματώνοντας τη θετική επίπτωση από τις εναπομείνασες ενέργειες κεφαλαιακής ενίσχυσης, με την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής, καθώς και διαφόρων θυγατρικών στη ΝΑ Ευρώπη, να αναμένεται να συμφωνηθεί εντός του Β’ εξαμήνου του 2018».
Τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα μειώνονται για 8ο συνεχόμενο τρίμηνο
Η μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (NPEs) συνεχίστηκε και κατά το Α’ τρίμηνο του 2018 και διαμορφώθηκε σε €0,8 δισ. σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, εκ των οποίων €0,1 δισ. αφορούν στον αρνητικό ρυθμό δημιουργίας νέων Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων ύψους. Η Τράπεζα έχει ήδη μειώσει τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα κατά €5,0 δισ. από το τέλος του 2015, υπερβαίνοντας το στόχο του ΕΕΜ για το Α’ τρίμηνο του 2018 κατά €0,92 δισ. Η συνολική μείωση αντανακλά αρνητικό ρυθμό δημιουργίας νέων επισφαλειών ύψους €1,8 δισ., με το υπόλοιπο να προέρχεται από λογιστικές διαγραφές. Ο εγχώριος δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων μειώθηκε κατά 100 μ.β. σε τριμηνιαία βάση σε 43,1% το Α’ τρίμηνο του 2018, με το αντίστοιχο ποσοστό κάλυψης από σωρευμένες προβλέψεις να διαμορφώνεται σε 60,4% στην Ελλάδα, αποτελώντας μακράν το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των συστημικών Ελληνικών τραπεζών.
Στην Ελλάδα, ο ρυθμός δημιουργίας νέων δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών επίσης παρέμεινε σε αρνητικά επίπεδα (-€57 εκατ.) το Α’ τρίμηνο του 2018. Ο δείκτης δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών διαμορφώθηκε σε 30,9% (-120 μ.β. σε τριμηνιαία βάση), με την κάλυψη δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών από συσσωρευμένες προβλέψεις να διαμορφώνεται σε 84,0% στην Ελλάδα (82,9% σε επίπεδο Ομίλου).
Στην Ελλάδα, το κόστος πιστωτικού κινδύνου (CoR) μειώθηκε σημαντικά σε 167 μ.β. το Α’ τρίμηνο του 2018 από 250 μ.β. προηγούμενο τρίμηνο και 294 μ.β. το Α’ τρίμηνο του 2017, συντελώντας αποφασιστικά στην επιστροφή της Τράπεζας σε οργανική κερδοφορία.
Στη ΝΑ Ευρώπη, ο δείκτης δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών διαμορφώθηκε σε 35,4% το Α' τρίμηνο του 2018, με το δείκτη κάλυψης δανείων σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών από σωρευμένες προβλέψεις να διαμορφώνεται σε 56,9%.
Ενισχυμένη ρευστότητα
Παρά το ισχυρό Δ’ τρίμηνο του 2017 λόγω ευνοϊκής εποχικότητας, οι καταθέσεις του Ομίλου παρέμειναν αμετάβλητες σε τριμηνιαία βάση και διαμορφώθηκαν σε €40,3 δισ. το Α’ τρίμηνο του 2018. Στην Ελλάδα, οι καταθέσεις αυξήθηκαν οριακά κατά €39 εκατ. σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο σε €38,4 δισ. Οι καταθέσεις στη Ν.Α. Ευρώπη1 παρέμειναν επίσης αμετάβλητες σε €1,9 δισ. Σε σχέση με το Α’ τρίμηνο του 2017, οι καταθέσεις του Ομίλου αυξήθηκαν κατά 6,4% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας εγχώριες εισροές καταθέσεων ύψους €1,7 δισ.
Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, ο δείκτης Δανείων προς Καταθέσεις βελτιώθηκε περαιτέρω σε 75% στην Ελλάδα (79% το Δ’ τρίμηνο του 2017) και σε 76% σε επίπεδο Ομίλου, στα χαμηλότερα επίπεδα του κλάδου.
Σημειώνεται ότι η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα διατηρείται σε μόλις €2,8 δισ. το Μάιο του 2018 από €12,3 δισ. το τέλος του Δ’ τριμήνου του 2016 και αφορά αποκλειστικά στο πρόγραμμα στοχευμένων συναλλαγών μακροχρόνιας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ. Η ΕΤΕ διατηρεί μηδενική εξάρτηση από τον Έκτακτο Μηχανισμό Ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA) από το τέλος Νοεμβρίου 2017, εν μέρει λόγω των ενεργειών κεφαλαιακής ενίσχυσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΤΕ παραμένει η μοναδική συστημική Τράπεζα στην Ελλάδα με πλήρη απεξάρτηση από το μηχανισμό ELA. Ταυτόχρονα, η Τράπεζα διατηρεί ένα απόθεμα ρευστότητας, το οποίο της παρέχει ευελιξία αναφορικά με την παροχή πιστοδοτήσεων, εκμεταλλευόμενη το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης, συνεπικουρούμενου από μερίδιο αγοράς 36% στις καταθέσεις ταμιευτηρίου.
Η επιτυχής εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης της ΕΤΕ, σε συνδυασμό με την απρόσκοπτη πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά, θα διασφαλίσουν την απεξάρτηση της Τράπεζας από τον ΕLA, παρέχοντας την απαραίτητη ρευστότητα για τη χρηματοδότηση της εγχώριας οικονομίας.
Κεφαλαιακή επάρκεια
Ο δείκτης Κύριων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (CET1) διαμορφώθηκε σε 16,5%, ενσωματώνοντας την αρνητική επίπτωση 50 μ.β. από την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του ΔΠΧΠ 9 και 16 μ.β. από την πλήρη εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ. Ο δείκτης CET1 έχει επιβαρυνθεί επίσης από την απομείωση της αξίας των θυγατρικών της ΕΤΕ σε Ρουμανία και Αλβανία, ως αποτέλεσμα των συμφωνιών για πώληση σε τιμή χαμηλότερη από την εύλογη αξία τους.
Οι υπολειπόμενες αποεπενδύσεις αναμένεται να ενισχύσουν τα κεφάλαια και τη ρευστότητα της ΕΤΕ σημαντικά, με επίκεντρο την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Κερδοφορία
Ελλάδα
Τα κέρδη προ προβλέψεων διαμορφώθηκαν σε €134 εκατ. το Α΄ τρίμηνο του 2018 από €153 εκατ. το προηγούμενο τρίμηνο, καθώς η περιστολή των λειτουργικών δαπανών (-6,6% σε τριμηνιαία βάση) και η βελτίωση των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις (+21,6% σε τριμηνιαία βάση) αντισταθμίστηκε από την πίεση στα καθαρά έσοδα από τόκους (-11,2% σε τριμηνιαία βάση).
Τα καθαρά έσοδα από τόκους διαμορφώθηκαν σε €269 εκατ. από €302 εκατ. το Δ΄ τρίμηνο του 2017, αντανακλώντας την αρνητική επίπτωση από την εφαρμογή του ΔΛΠΧ 9 και τις αναδιαρθρώσεις δανείων, καθώς και τη συνεχιζόμενη απομόχλευση του χαρτοφυλακίου Λιανικής Τραπεζικής, με τα υπόλοιπα των δανείων προς επιχειρήσεις να παραμένουν πρακτικά αμετάβλητα. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο επίσης μειώθηκε κατά 33 μ.β. σε τριμηνιαία βάση σε 287 μ.β. το Α’ τρίμηνο του 2018.
Μετά από ένα εποχικά ισχυρό τέταρτο τρίμηνο, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες διαμορφώθηκαν σε €57 εκατ. το Δ τρίμηνο του 2017 από €60 εκατ. το προηγούμενο τρίμηνο. Σε ετήσια βάση, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν κατά 4,8%, αντικατοπτρίζοντας την εξάλειψη της προμήθειας χρηματοδότησης μέσω ELA.
Τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις ανήλθαν σε €34 εκατ. το Α τρίμηνο του 2018 από €28 εκατ. το Δ’ τρίμηνο του 2017. Οι λειτουργικές δαπάνες διαμορφώθηκαν σε €213 εκατ. το Α’ τρίμηνο του 2018 από €228 εκατ. το Δ’ τρίμηνο του 2017, λόγω εποχικότητας. Η εν λόγω μείωση προέρχεται κυρίως από την αποκλιμάκωση των γενικών και διοικητικών εξόδων (-17,1% σε τριμηνιαία βάση), λόγω της μείωσης των εξόδων προς τρίτους (αμοιβές συμβούλων και ορκωτών λογιστών). Οι δαπάνες προσωπικού διαμορφώθηκαν σε €134 εκατ. (-2,8% σε τριμηνιαία βάση). Συγκριτικά με το Α’ τρίμηνο του 2017, τα λειτουργικά έξοδα παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα (+1,4% σε ετήσια βάση).
Ο Όμιλος σημείωσε κέρδη μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ύψους €10 εκατ. το Α’ τρίμηνο του 2018 έναντι ζημιών ύψους €55 εκατ. το προηγούμενο τρίμηνο (και €16 εκατ. το Α΄ τρίμηνο του 2017), καθώς η σημαντική μείωση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια (-36,0% σε τριμηνιαία βάση) αντιστάθμισε την πτώση στα οργανικά έσοδα (-10,1% σε τριμηνιαία βάση), αναφέρεται στην ανακοίνωση.