Αμετανόητο στη μείωση των συντάξεων παραμένει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην ανακοίνωσή του με βάση τα συμπεράσματά του από την επίσκεψη, όπως λέει, στελεχών του στην Ελλάδα, έστω κι αν στη μεταμνημονιακή εποχή συμμετέχει ως παρατηρητής. Ταυτόχρονα, σε σχέση με τις εκτιμήσεις που κυκλοφόρησαν τις περασμένες μέρες περί αδύναμης ανάπτυξης, το Ταμείο θεωρεί ότι το 2019 η χώρα θα τρέξει με ρυθμούς ανάπτυξης 2,4% και πως μέχρι το 2023 η ανεργία θα έχει μειωθεί στο 14%. Ως σύμβουλος πλέον το ΔΝΤ , σημειώνει ότι το 2019 η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει τις προγραμματισμένες αυξήσεις στις στοχευμένες δαπάνες για κοινωνική στήριξη και επενδύσεις, που θα χρηματοδοτηθούν από τις εξοικονομήσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Για το 2020, η κυβέρνηση θα πρέπει να μειώσει τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, διευρύνοντας παράλληλα τη βάση φορολογίας του εισοδήματος φυσικών προσώπων με ένα δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. Σημειώνει, επίσης, ότι οι Αρχές θα πρέπει να είναι προσεκτικές στην υιοθέτηση μόνιμων επεκτατικών μέτρων, πέραν αυτών που έχουν ήδη νομοθετηθεί, για να αποφύγουν την υπονόμευση των δημοσιονομικών στόχων τους.
Το Ταμείο τίθεται κατά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας η νομοθεσία που θα επαναφέρει αργότερα φέτος την επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την αρχή της πιο ευνοϊκής σύμβασης θέτει σε κίνδυνο τα κέρδη αυτή. «Τα στελέχη του Ταμείου καλούν έντονα τις Αρχές να μην αναστρέψουν τις μεταρρυθμίσεις αυτές». Όσον αφορά την αύξηση του κατώτατου μισθού, σημειώνεται ότι η όποια τέτοια αύξηση πρέπει να είναι συνετή και ευθυγραμμισμένη με τα κέρδη στην παραγωγικότητα.
Πάντως αναγνωρίζει ότι η ανάπτυξη επέστρεψε στην Ελλάδα, στην οποία πρέπει να πιστωθούν «η σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή και προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και η εφαρμογή ορισμένων βασικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια», αναφέρει η έκθεση. Οι προσπάθειες αυτές, σε συνδυασμό με τη σημαντική ευρωπαϊκή στήριξη και ένα πιο ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον, επέτρεψαν την επιστροφή στην ανάπτυξη, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται 1,4% το 2017 και να αναμένεται να αυξηθεί 2% φέτος και 2,4% το 2019, ενώ η ανεργία αναμένεται να μειωθεί από περίπου 20% φέτος στο 14% το 2023. «Οι εξωτερικοί και εγχώριοι κίνδυνοι είναι σημαντικοί, όπως η επιβράδυνση της ανάπτυξης των εμπορικών εταίρων, οι πιο σφιχτές χρηματοπιστωτικές συνθήκες, η περιφερειακή αστάθεια, το εγχώριο πολιτικό χρονοδιάγραμμα και η μεταρρυθμιστική κόπωση», σημειώνεται.
Χρέος
Το Ταμείο θεωρεί ότι η συμφωνία διευθετεί μεσοπρόθεσμα της ρύθμιση ου χρέους και καλωσορίζει τη θέση της Κομισιόν για περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης αργότρερα για να καταστεί βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Οι πληροφορίες του Documento αναφέρουν ότι την ερχόμενη Δευτέρα και η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεσή της θα αναφέρεται με άκρως ενθαρρυντικά λόγια για τη μεσοπρόθεσμη διευθέτηση του χρέους προκειμένου η χώρα να μπει στη διαδικασία επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ (διαδικασία η οποία πνέει τα λοίσθια, αφού έχει διάρκεια μέχρι τέλος του χρόνου), γνωστό και ως weiver. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, η πρόσφατη συμφωνία για την ελάφρυνσή του έχει βελτιώσει σημαντικά τη βιωσιμότητά του μεσοπρόθεσμα, αλλά οι μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες. Η επέκταση των ωριμάνσεων κατά 10 χρόνια και τα άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας, θα διασφαλίσουν μία σταθερή μείωση του χρέους και των ακαθάριστων δανειακών αναγκών μεσοπρόθεσμα και αυτό αναμένεται να βελτιώσει σημαντικά τις προοπτικές να αποκτήσει η Ελλάδα πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την αγορά μεσοπρόθεσμα, σημειώνεται. Ωστόσο, το Ταμείο το απασχολεί, «ότι αυτή η βελτίωση στους δείκτες του χρέους μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα μόνο με βάση υποθέσεις που φαίνονται αισιόδοξες σχετικά με την αύξηση του ΑΕΠ και την ικανότητα της Ελλάδας να έχει μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, υποδηλώνοντας ότι θα ήταν δύσκολο να διατηρήσει πρόσβαση στις αγορές μακροπρόθεσμα χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Από την άποψη αυτή, τα στελέχη του Ταμείου καλωσορίζουν τη δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων να προσφέρουν πρόσθετη ελάφρυνση, αν χρειασθεί, αλλά πιστεύουν ότι είναι πολύ σημαντικό πως η όποια τέτοια πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους εξαρτηθεί από ρεαλιστικές υποθέσεις, ιδιαίτερα σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδα να διατηρεί εξαιρετικά μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα».
Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση για τις τράπεζες, ειδικά ως προς το σκέλος χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας με τη χορήγηση νέων δανείων. Το Ταμείο αναφέρει ότι έχουν υιοθετηθεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις, αλλά χρειάζονται περαιτέρω προσπάθειες στην εφαρμογή τους. Αναφορικά με τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, το ΔΝΤ σημειώνει ότι πρέπει να αρθούν με συνετό τρόπο, ακολουθώντας τον συμφωνημένο οδικό χάρτη, «με τον ρυθμό να υπαγορεύεται από τις συνθήκες στην οικονομία και τον τραπεζικό τομέα και το επίπεδο της εμπιστοσύνης των καταθετών».