Με την ελπίδα να συμβάλουν στην αύξηση της αγοραστικής κίνησης και των εσόδων των εμπορικών επιχειρήσεων ξεκινούν τη Δευτέρα 9 Ιουλίου και θα διαρκέσουν έως την Παρασκευή 31 Αυγούστου οι επίσημες καλοκαιρινές εκπτώσεις του 2018. Ήδη, πολλά καταστήματα προετοιμάζουν τους καταναλωτές με άτυπες προσφορές σε διάφορες κατηγορίες προϊόντων, κυρίως stock, oύτως ώστε να ενδυναμώσουν την τάση που παρατηρείται κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες. Στη φετινή θερινή εκπτωτική περίοδο, τα εμπορικά μπορούν να λειτουργήσουν, προαιρετικά, την Κυριακή15 Ιουλίου, από 11πμ έως 8μμ. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της ΕΣΕΕ, Βασίλη Κορκίδη, το κλίμα στον εμπορικό κόσμο είναι ανάμικτο με ελπίδες για αύξηση του τζίρου αλλά και έντονο προβληματισμό καθώς, οι θερινές εκπτώσεις πραγματοποιούνται σε περιβάλλον αυξημένων φορολογικών υποχρεώσεων όλων των καταναλωτών, με αποτέλεσμα οι αγορές να μπαίνουν σε «δεύτερη μοίρα». « Οι έμποροι σε μεγάλο βαθμό εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στην τουριστική κίνηση και την «εισαγόμενη κατανάλωση» που αυτή την περίοδο εντείνεται ωστόσο, όπως γνωρίζουμε, αυτή η βοήθεια υφίσταται, αλλά όχι για όλες τις πόλεις της χώρας και όχι για όλες τις περιοχές της Αθήνας», πρόσθεσε χαρακτηριστικά. Οι καλοκαιρινές εκπτώσεις κυμαίνονται συνήθως σε επίπεδα λιανικών πωλήσεων της τάξης των 7 δισ. ευρώ και εφόσον επιτευχθούν αυτοί οι αριθμοί, όπως εξηγεί ο κ.Κορκίδης, θα δώσουν σημαντική ανάσα στα ταμεία των εμπορικών καταστημάτων με τη προϋπόθεση ότι η ένταση του τουρισμού θα αποτυπωθεί με θετικά αποτελέσματα τουριστικών εσόδων στο σύνολο του ελληνικού εμπορίου.
Υπενθυμίζεται ότι, πέρυσι, η αγορά στις θερινές εκπτώσεις κινήθηκε στο -3% μεσοσταθμικά, με σημαντικές αυξομειώσεις, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής. Οι αποκλίσεις μεταξύ κεντρικών και συνοικιακών αγορών, αλλά και μεταξύ αστικών κέντρων και τουριστικών περιοχών διαμόρφωσαν μια σύνθετη κατάσταση πραγμάτων, ωστόσο, ήταν σαφές πως τα προβλήματα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων παρέμεναν άλυτα... Βάσει των καταγραφών του ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ, ο κύκλος εργασιών κατά τη διάρκεια των θερινών εκπτώσεων του 2017 δεν ήταν ο αναμενόμενος, ιδιαίτερα μετά από έναν πολύ καλό τότε Ιούνιο. Παρ όλα αυτά, υπογραμμίσθηκε η διαφορετική εικόνα ανάμεσα σε πολύ μικρές και μεγαλύτερες επιχειρήσεις, αλλά και σε εκείνες που βρίσκονται κοντά σε τουριστικούς προορισμούς. Έτσι, τα όρια που κινήθηκε ο τζίρος ήταν από +3% για όσες επιχειρήσεις είχαν αύξηση και κατά μέσο όρο -11,5% για όσες είχαν μείωση. Μεσοσταθμικά η μείωση των πωλήσεων περιορίστηκε πέρυσι, λαμβάνοντας υπόψη και τις προαναφερθείσες σημαντικές διαφοροποιήσεις. Το 2016, την αντίστοιχη περίοδο των θερινών εκπτώσεων πάνω από μία στις δύο επιχειρήσεις (53%) εμφάνισε υποχώρηση στις πωλήσεις σε σύγκριση με το 2015 (με δεδομένη τότε την πρώτη εφαρμογή των capital control), ενώ, στασιμότητα είχε δηλώσει το 1/3.
Για άλλη μια φορά, με την ευκαιρία της διενέργειας των θερινών εκπτώσεων, η ΕΣΕΕ με επιστολή της στις Εμπορικές Ομοσπονδίες και όλους τους Εμπορικούς Συλλόγους της χώρας, έδωσε οδηγίες και διευκρινίσεις, για την έναρξη των θερινών εκπτώσεων όσο και για τη λειτουργία των καταστημάτων την πρώτη Κυριακή αυτών. Κατά τη διενέργεια των εκπτώσεων, εκτός από την αναγραφή της παλαιάς και της νέας μειωμένης τιμής των αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται με έκπτωση, επιτρέπεται και η αναγραφή και εμπορική επικοινωνία ποσοστού έκπτωσης. Εφόσον παρέχεται μειωμένη τιμή σε περισσότερα από το 60% του συνόλου των πωλούμενων ειδών, η επίδειξη του παρεχόμενου ποσοστού έκπτωσης επιβάλλεται, οπότε θα πρέπει να αναγράφεται στην προθήκη του καταστήματος και σε οποιαδήποτε άλλη εμπορική επικοινωνία, ενώ στην περίπτωση που υπάρχουν διαφορετικά ποσοστά έκπτωσης ανά κατηγορίες προϊόντων, θα πρέπει να αναγράφεται το εύρος του παρεχόμενου ποσοστού («από …. % έως …. %»). Σε κάθε άλλη περίπτωση θα αναγράφεται ότι οι εκπτώσεις αφορούν επιλεγμένα είδη με αναφορά στο αντίστοιχο ποσοστό. Ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται και προβάλλεται η μειωμένη τιμή, πρέπει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια και να μην είναι ανακριβής. Οι καταστηματάρχες θα πρέπει, σε περίπτωση ελέγχου, να είναι σε θέση να αποδείξουν, ότι η παλαιά τιμή πώλησης που αναγράφεται στην πινακίδα, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.