Μετά από μία μακρά περίοδο ύφεσης, η Ελληνική Οικονομία εμφάνισε ενδείξεις ασθενούς ανάκαμψης το 2017, καταγράφοντας χαμηλούς, αλλά θετικούς ρυθμούς μεταβολής.
Η σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ, κατά την περίοδο της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, έπληξε με σφοδρότητα την αγορά εργασίας, προκαλώντας σημαντικές απώλειες στην απασχόληση, εκτινάσσοντας την ανεργία σε υψηλά επίπεδα. Ωστόσο, από το 2014 και μετά, σημειώνονται τάσεις ανάκαμψης της απασχόλησης και περιορισμού της ανεργίας, με αργούς όμως ρυθμούς.
H ICAP, σε ανάλυσή της επιχείρησε να δώσει μια σαφή εικόνα των εξελίξεων και τάσεων σχετικά με την απασχόληση και ιδιαίτερα με την εξέλιξη της ανεργίας, όπως αυτή διαμορφώνεται από την οικονομική συγκυρία.
Απασχόληση / Εργατικό Δυναμικό
• Εξελίξεις το 2017
Η τάση ανάκαμψης της απασχόλησης, που αρχικά εμφανίστηκε το 2014, συνεχίστηκε και την επόμενη τριετία. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία των τριμηνιαίων Ερευνών Εργατικού Δυναμικού της ΕΛ.ΣΤΑΤ. (Ελληνική Στατιστική Αρχή), η ανάκαμψη της απασχόλησης επικράτησε και το 2017. Ειδικότερα, κατά το Δ΄ τρίμηνο του 2017 η απασχόληση κατέγραψε αύξηση 2,4% σε ετήσια βάση (σύγκριση με το Δ΄ τρίμηνο του 2016), ενώ σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο οι απασχολούμενοι μειώθηκαν κατά 2,3% (λόγω και της εποχικότητας στην απασχόληση – π.χ. στον τουρισμό). Ο αριθμός των απασχολουμένων στα τέλη του 2017 ανήλθε σε 3.736,3 χιλ. άτομα. Τη θετική αυτή εξέλιξη επιβεβαιώνει η αύξηση κατά 2,1% του μέσου αριθμού των απασχολουμένων το 2017/2016, ρυθμός που ήταν ελαφρώς υψηλότερος σε σχέση με το προηγούμενο έτος (1,7%).
Ειδικότερα, την τελευταία τριετία (2015-2017, Δ΄ τρίμηνο κάθε έτους) οι μεταβολές στην απασχόληση ήταν συνεχώς θετικές. Όμως, παρά την ανάκαμψη αυτή, το χάσμα σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα απασχόλησης παραμένει τεράστιο.
Αναφορικά με τη σύνθεση του εργατικού δυναμικού, οι απασχολούμενοι το Δ τρίμηνο του 2017 αντιστοιχούν στο 40,8 % του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας.
Στα τέλη του 2017, από το σύνολο των απασχολούμενων οι άνδρες κάλυψαν το 58,4 %, ενώ οι γυναίκες το 41,6%.
Επίσης, , οι μισθωτοί καλύπτουν το 65,8% του συνόλου των απασχολουμένων, οι αυτοαπασχολούμενοι γενικά το 30,3%, ενώ το υπόλοιπο αφορά σε μέλη οικογενειακών επιχειρήσεων (ως βοηθητικό προσωπικό).
Όσον αφορά στις μεταβολές με βάση το φύλο των απασχολουμένων, παρατηρείται ότι στις γυναίκες, μετά τη μείωση που παρουσιάστηκε στην απασχόληση το Δ΄ τρίμηνο του 2016, σημειώθηκε αύξηση καθ΄ όλο το 2017, το δε Δ΄ τρίμηνο του έτους το ποσοστό αύξησης ανήλθε σε 23,5%.
Στην πλευρά των ανδρών παρατηρείται σταθερά θετική μεταβολή από το Β΄ τρίμηνο του 2015 και μετά, τάση η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης διευρύνθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, από την έρευνα της ΕΛ.ΣΤΑΤ. προκύπτει ότι συνολικά η μερική απασχόληση κάλυψε το 9,5% της συνολικής το Δ΄τρίμηνο του 2017, έναντι ποσοστού 6,9% το Α΄ τρίμηνο του 2011.
Ωστόσο, εάν εστιάσουμε μόνο στις νέες προσλήψεις (βάσει στοιχείων του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ), προκύπτει ότι κατά το 2017 το 54,9% των νέων προσλήψεων αφορά σε συμβάσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, ενώ οι προσλήψεις μισθωτών με σχέση πλήρους απασχόλησης μειοψηφούν (καλύπτουν το 45,1% του συνόλου).
Παρατηρείται επομένως μία ριζική αλλαγή στην αγορά εργασίας, όπου ναι μεν σημειώθηκε ανάκαμψη της απασχόλησης την τελευταία τετραετία, ωστόσο οι εργοδότες κατά κύριο λόγο προσλαμβάνουν προσωπικό με σχέση μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης.
Περαιτέρω, το ετήσιο ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης (προσλήψεις-αποχωρήσεις, βάσει του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ) ήταν θετικό για το 2017, με 143,5 χιλ. νέες θέσεις εργασίας, υψηλότερο του αντίστοιχου ισοζυγίου του έτους 2016 κατά 7.285 περισσότερες θέσεις εργασίας.
Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε και αύξηση της συμμετοχής των προσωρινά απασχολουμένων. Συγκεκριμένα, ενώ το ποσοστό της προσωρινής εργασίας (ως προς το σύνολο των μισθωτών) στις αρχές του 2014 ήταν περίπου 10%, στο Γ’ τρίμηνο του 2017 ξεπέρασε το 13%, για να περιοριστεί σε 10,4% στα τέλη του έτους.
Η προσωρινή εργασία παρουσιάζει έντονη εποχικότητα, με σημαντική αύξησή της το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο κάθε έτους, προφανώς λόγω αυξημένης ζήτησης από τον ευρύτερο κλάδο του τουρισμού.
Εξετάζοντας τις μεταβολές της απασχόλησης ανά μορφωτικό επίπεδο, επιβεβαιώνεται ξεκάθαρα ότι η κρίση έπληξε με ιδιαίτερη σφοδρότητα τους εργαζόμενους χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η μόνη κατηγορία, που σημειώνει σταθερά πτώση επί επτά (7) χρόνια συνεχώς, ήταν οι εργαζόμενοι με απολυτήριο Δημοτικού, κατηγορία όπου καταγράφεται σωρευτική μείωση της απασχόλησης κατά 50% την περίοδο 2010-2017.
Από την άλλη μεριά, η εντονότερη αύξηση της απασχόλησης (38,5% στα τέλη του έτους) αφορά σε κατόχους πτυχίου ανώτερης τεχνικής–επαγγελματικής εκπαίδευσης, κατηγορία όπου σημειώθηκε αύξηση της απασχόλησης σε όλη τη διάρκεια του 2017. Αντιθέτως, το 2016 η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε στους κατόχους Διδακτορικού ή Μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, κατηγορία της οποίας η εξέλιξη ήταν θετική και το 2017.
Επίσης, η μεταβολή της απασχόλησης ήταν θετική το 2017 και για τους πτυχιούχους Α.Ε.Ι., τους κατόχους απολυτηρίου Μέσης Εκπαίδευσης, αλλά ακόμη και για τους κατόχους απολυτηρίου Γυμνασίου. Αντιθέτως, για τους τελευταίους η εξέλιξη της απασχόλησης το 2016 ήταν αρνητική (με εξαίρεση το Γ΄ τρίμηνο του έτους.
Τέλος, αναφορικά με τις μεταβολές της απασχόλησης σε κλαδικό επίπεδο, σημαντικές αυξήσεις σε όλη τη διάρκεια του έτους παρουσίασαν κυρίως ορισμένοι κλάδοι του Τριτογενούς Τομέα, αλλά και της Μεταποίησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γ΄ και Δ΄ τριμήνου του 2017, εντονότερη αύξηση της απασχόλησης εντοπίζεται κυρίως στον κλάδο χονδρικού και λιανικού εμπορίου, επισκευής μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών, καθώς και στον κλάδο που σχετίζεται με δραστηριότητες ανθρώπινης υγείας και κοινωνικής μέριμνας. Τα αντίστοιχα ποσοστά των παραπάνω κλάδων στο Δ΄ τρίμηνο του 2017 ήταν 23,8% και 23,2%. Ο τομέας της μεταποίησης παρουσίασε αύξηση 14,9% την ίδια περίοδο.
Με βάση τα δεδομένα ολόκληρου του 2017 (μ.ό. 4 τριμήνων) εντονότερη αύξηση καταγράφεται στους κλάδους «Χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών» (21,3%), «Δραστηριότητες ανθρώπινης υγείας και κοινωνικής μέριμνας» (13,2%) και στον κλάδο της «Μεταποίησης» (10,6%).
Αξιόλογη αύξηση παρουσίασε και ο κλάδος «Δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης» (9,5%). Ο συγκεκριμένος κλάδος παρουσιάζει από τις υψηλότερες αυξήσεις στην απασχόληση από το 2014 και μετά, γεγονός που συνάδει και με την εντυπωσιακή άνοδο της τουριστικής κίνησης στη χώρα μας.
Αντίθετα, η δυσμενέστερη εικόνα σημειώθηκε (το 2017) στους κλάδους «Δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών», «Διαχείριση ακίνητης περιουσίας» και «Χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες».
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2017, στο σύνολο της αγοράς εργασίας, έντεκα από τους συνολικά 21 ευρύτερους κλάδους της οικονομίας παρουσίασαν αύξηση απασχόλησης το Δ’ τρίμηνο του 2017, έναντι τεσσάρων, πέντε και οκτώ κλάδων αντίστοιχα, στα τέλη του 2011, 2012 και 2013.