Θα υπάρξει «πολιτική πίεση» για επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και επιβράδυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, αναγνωρίζει ο επικεφαλής του Γραφείου Προύπολογισμού της Βουλής κ. Φρ. Κουτεντάκης, καλώντας επί της ουσίας την κυβέρνηση να μην υποκύψει στις «σειρήνες», λέγοντας πως κάτι τέτοιο «σίγουρα θα είναι πρόβλημα».
Στην έκθεση καταγράφεται εκτίμηση σύμφωνα με την οποία, το πρωτογενές πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης στο εξάμηνο είναι αυξημένο κατά 613 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του έτους σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.
«Η εκτέλεση του προϋπολογισμού κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους δείχνει μια σχετικά σταθερή υπέρβαση σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Με δεδομένο ότι το περσινό αποτέλεσμα ήταν κοντά στο 4% του ΑΕΠ, τα μέχρι τώρα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της επίτευξης του στόχου για το 2018. Ωστόσο η υπέρβαση αυτή δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη και η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει προσεκτική κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους (με δεδομένο μάλιστα ότι ο φετινός στόχος είναι διπλάσιος του περσινού)» σημειώνεται στην έκθεση.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «η οικονομική πολιτική θα πρέπει να είναι σοβαρή και υπεύθυνη» σημείωσε, αναγνωρίζοντας ότι η Ελλάδα θα είναι στο στόχαστρο των αγορών, παρακολουθώντας κάθε κίνηση με «καχυποψία».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΓΠΚΒ, παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές συνθήκες παραμένουν ευνοϊκές, το γεγονός ότι το πρώτο τρίμηνο του έτους δεν μειώθηκε η ανεργία συνιστά παράμετρο η οποία χρίζει προσοχής προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο ή υπάρχει αλλαγή της τάσης.
Αναφορικά με τις παρεμβάσεις στο χρέος, το ΓΠΚΒ αναγνωρίζει πως οι μακροπρόθεσμες αμφιβολίες οι οποίες εκφράστηκαν από το ΔΝΤ «ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις αγορές και να οδηγήσουν σε καθυστέρηση των αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης».
Κατά την εκτίμηση του κ. Κουτεντάκη και του Γραφείου Προϋπολογισμού, αναφορικά με τα επόμενα βήματα εξόδου στις αγορές «δεν υπάρχει θέμα βιασύνης και τα επόμενα βήματα πρέπει να είναι προσεκτικά και καλοσχεδιασμένα». Ούτως ή άλλως , όπως είπε, «έχεις την πολυτέλεια να περιμένεις»…
Στην έκθεση αναλύεται η πορεία αμοιβών και παραγωγικότητας της εργασίας την περίοδο 2010-2017 από την οποία προκύπτει ότι η πτώση των αμοιβών ήταν μεγαλύτερη από την παράλληλη μείωση της παραγωγικότητας. «Η συνέχιση αυτής της πορείας δεν είναι βιώσιμη» είπε ο κ. Κουτεντάκης αφήνοντας να εννοηθεί ότι φτάνει η ώρα κατά την οποία οι αμοιβές θα πρέπει να αυξηθούν.
Αποφεύγοντας να πάρει πολιτική θέση για το ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού και εξετάζοντας στενά οικονομικά το όλο θέμα είπε ότι το σωστό θα ήταν οι μισθοί να αυξάνονται όσο και η παραγωγικότητα, αν και πρόσθεσε πως στο όλο ζήτημα «υπάρχει και ένα στοιχείο κοινωνικής πολιτικής».
Συντάξεις
Στο θέμα της περικοπής ή μη των συντάξεων από την 1η Ιανουαρίου 2019, όπως προβλέπεται στο Μνημόνιο, ο κ. Κουτεντάκης κράτησε αποστάσεις ασφαλείας από ένα ζήτημα ιδιαίτερης πολιτικής βαρύτητας. Περιορίστηκε να επαναλάβει ότι δημοσιονομικά η περικοπή των συντάξεων δεν είναι απαραίτητη δεδομένου ότι, στη βάση της συμφωνίας προβλέπεται η ισόποση εφαρμογή αντίμετρων η οποία θα εξουδετέρωνε τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των περικοπών στις συντάξεις. Πρόσθεσε όμως ότι προβλέπεται στη συμφωνία και «την εφαρμογή της περικοπής την αντιμετωπίζουμε ως ένα μέτρο το οποίο έχει ψηφιστεί και θα εφαρμοστεί κανονικά».
Το θέμα της εφαρμογής ή μη των προβλεπόμενων περικοπών στις συντάξεις έχει ήδη τροφοδοτήσει έντονο κύκλο εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης ενώ έχει σταθεί αφορμή για αυστηρά μηνύματα από τους δανειστές όσον αφορά τη τήρηση των συμφωνηθέντων. «Πολιτικά έχει συμφωνηθεί και έχει νομοθετηθεί και επομένως θα πρέπει να υπάρξει αλλαγή πολιτικής με ότι επιπτώσεις μπορεί να έχει» συμπλήρωσε ο κ. Κουτεντάκης.
Δεν συνιστά μυστικό βέβαια ότι στους κόλπους της κυβέρνησης ζυμώνονται σκέψεις αναφορικά είτε με την αναβολή της εφαρμογής του ψηφισμένου μέτρου, είτε με τη μερική περικοπή των συντάξεων από το επόμενο έτος. Το τοπίο αναμένεται να ξεκαθαρίσει το φθινόπωρο με την κατάρτιση του προϋπολογισμού του 2019 και την έλευση των δανειστών για την πρώτη μεταμνημονιακή παρακολούθηση.