Μάλλον σταθερή εικόνα παρατηρείται στο λιανικό εμπόριο, καθώς η τιμή του παρέμεινε ίδια σε ετήσια βάση (50,1 μονάδες για α’ εξάμηνο 2017 και για α’ εξάμηνο 2018), σύμφωνα με το εξαμηνιαίο Βαρόμετρο του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ. Την ίδια στιγμή παρουσίασε υστέρηση 1,7 μονάδων σε εξαμηνιαία βάση (β’ εξάμηνο 2017- α’ εξάμηνο 2018), μια εξέλιξη που σχετίζεται με το γεγονός ότι πάντα το β’ εξάμηνο παρουσιάζει υψηλότερες τιμές.
«…Το ελληνικό εμπόριο εξακολουθεί να είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας και ένας από τους σημαντικότερους εργοδότες στην ελληνική αγορά εργασίας», δήλωσε ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Βασίλης Κορκίδης. Πρόσθεσε, δε, πως το στοίχημα της ανάκαμψης της οικονομίας, στην μεταμνημονιακή εποχή, είναι ο συλλογικός στόχος που δίνει ελπίδα σε εμπόρους και επιχειρηματίες. Η σταθερότητα στα μεγέθη του εμπορίου που τεκμαίρεται από το Βαρόμετρο αποδεικνύει, κατά τον κ.Κορκίδη, ότι οι Έλληνες έμποροι βρίσκονται στην πρωτοπορία της προσπάθειας για την επιστροφή της οικονομίας της χώρας στην κανονικότητα. «Ταυτόχρονα, -ανέφερε-, καταδεικνύεται ότι όσοι θέλουν να θέσουν σε δευτερεύουσα θέση τους Έλληνες μικρομεσαίους, στην πραγματικότητα υπονομεύουν την προσπάθεια για την ανάκαμψη της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, καλούμε όλους σε μία ευρεία συμμαχία για τη στήριξη της ελληνικής εμπορικής επιχείρησης…» .
Ειδικότερα, οι επιμέρους δείκτες του Βαρομέτρου που καταγράφουν θετικές τάσεις σε σχέση με το προηγούμενο έτος είναι: ο κύκλος εργασιών (αύξηση 4,2%), οι επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο (αύξηση 2,7%) καθώς και το ποσοστό των επιχειρήσεων που δεν παρουσιάζουν ληξιπρόθεσμες οφειλές (αύξηση 4,2%).
Μια από τις σημαντικές διαπιστώσεις του Βαρομέτρου του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ είναι η αναστροφή της τάσης σε επίπεδο περιφερειών τα πρώτα δείγματα γραφής της οποίας είχαν διαφανεί ήδη από το δεύτερο εξάμηνο του 2017. Έτσι, ενώ για το πρώτο εξάμηνο του 2017 η Αττική κατέγραψε υψηλότερη τιμή σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα (51,3 έναντι 49,9), για το αντίστοιχο πρώτο εξάμηνο του 2018, η Αττική καταγράφει τιμή 49,2 μονάδων, ενώ η υπόλοιπη Ελλάδα 50,5. Παράλληλα, η διαφορά μεταξύ της Ηπειρωτικής και της Νησιωτικής Ελλάδας διευρύνεται και φαίνεται να καθίσταται σταθερή.