Εάν δεν υπάρξει η παραμικρή διαταραχή στην εκτέλεση του προύπολογισμού τους δύο τελευταίους μήνες του χρόνου, το πρωτογενές πλεόνασμα που θα καταγραφεί θα είναι εντυπωσιακό και θα μπορούσε να ξεπεράσει ακόμα και το 4,5% του ΑΕΠ, ανέφερε νωρίτερα την Τρίτη ο επικεφαλής του Γραφείου Προύπολογισμού της Βουλής κ. Φρ. Κουτεντάκης. Σύμφωνα με τα στοιχεία 9μήνου του τρέχοντος έτους, προκύπτει ότι φετινό πρωτογενές πλεόνασμα είναι υψηλότερο κατά 1 δις. ευρώ σε σχέση με πέρσι!
Μια τέτοια εξέλιξη με τη σειρά της, θα άνοιγε το δρόμο για πολιτική και δημοσιονομική διαχείριση ενός «πακέτου» της τάξεως του 1,8- 2 δισ. ευρώ υπό μορφή κοινωνικού μερίσματος, κρατώντας πάντα κάτι «στην άκρη» όπως συνέβη και πέρυσι για το ενδεχόμενο αναθεωρήσεων από τη Eurostat.
Η γενική εκτίμηση του ΓΠΚΒ, όπως εκφράστηκε και από τον συντονιστή Φραγκίσκο Κουτεντάκη είναι πως η ελληνική οικονομία διατηρεί τα θετικά στοιχεία και στο τρίτο τρίμηνο του έτους, με θετικό ρυθμό ανάπτυξης, ανεργία σε πτωτική τροχιά και αύξηση των μισθών (2,6% στο δεύτερο τρίμηνο) ενώ η εκτέλεση του προϋπολογισμού είναι βελτιωμένη κατά περίπου 1 δις ευρώ σε σχέση με πέρυσι.
Παρά τη θετική «μεγάλη εικόνα», σημαντικές εστίες αβεβαιότητας είναι ενεργές, με τον εκλογικό κύκλο και τις δικαστικές αποφάσεις καταβολής διεκδικήσεων εργαζομένων και συνταξιούχων να βρίσκονται , λόγω επικαιρότητας, σε πρώτο πλάνο. Ο κ. Κουτεντάκης, παρ’ ότι έκρουσε καμπανάκι κινδύνου εμφανίστηκε καθησυχαστικός, επισημαίνοντας πως μέχρι σήμερα κανένα από τα κόμματα εξουσίας δεν έχει αμφισβητήσει μέσω παροχών τον στόχο για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ . Όσον αφορά στις δικαστικές αποφάσεις, επισήμανε τον κίνδυνο και τις «αδικίες» όπως σημειώνονται στην έκθεση αλλά εκτίμησε πως «δεν είναι πολύ πιθανό ένα τσουνάμι υποχρεώσεων το οποίο θα απειλούσε τους δημοσιονομικούς στόχους.
Στην έκθεση όλοι οι κίνδυνοι αναλύονται διεξοδικά μεταξύ άλλων:
Υψηλό κόστος δανεισμού. Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων παραμένουν πάνω από το 4% κυρίως λόγω της Ιταλίας. Παρά τις υψηλές αποδόσεις, η ύπαρξη του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας διασφαλίζει την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης για διάστημα τουλάχιστον δύο ετών και επιτρέπει την προσεκτική και καλά σχεδιασμένη επάνοδο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό καθώς η επιστροφή στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους είναι το τελικό κριτήριο για το εάν τελικά η χώρα θα καταφέρει να ξεπεράσει οριστικά την μακρόχρονη κρίση. Επιπρόσθετα, οι αποδόσεις των τίτλων του δημοσίου επηρεάζουν το σύνολο των εγχώριων επιτοκίων και διατηρούν σε υψηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, δρώντας αποτρεπτικά για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων.
Κόκκινα δάνεια. Συμπληρωματικά σε αυτό, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, περιορίζει τις δυνατότητες του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις εγχώριες επενδύσεις και την ανάκαμψη της οικονομίας. Το ενδεχόμενο μιας βραδύτερης από την αναμενόμενη αύξησης των επενδύσεων το 2019, σε συνδυασμό με μία ταχύτερη επιβράδυνση της εξωτερικής ζήτησης για τα εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης για το επόμενο έτος.
Επιχειρήσεις. Μια ακόμα εστία αβεβαιότητας προέκυψε από πρόσφατες υποθέσεις που έλαβαν ιδιαίτερη δημοσιότητα και σε διεθνές επίπεδο. Αυτές αφορούν στις δημοσιευμένες λογιστικές καταστάσεις της εισηγμένης εταιρείας Folli Follie και την παραβίαση των κεφαλαιακών ελέγχων της Κίνας από ελληνική επιχείρηση με τη χρήση των συστημάτων πληρωμών POS ελληνικής συστημικής τράπεζας. Τέτοιες υποθέσεις δημιουργούν αμφιβολίες για τις διαδικασίες εταιρικής διακυβέρνησης και την επάρκεια των εποπτικών αρχών και δεν συνεισφέρουν στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στην οικονομία.
Δικαστικές αποφάσεις. Σημαντική πηγή αβεβαιότητας αποτελεί και η κλιμάκωση των δημοσιονομικών πιέσεων υπό το βάρος δικαστικών αποφάσεων που ακυρώνουν εφαρμοσμένες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις. Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση για καταβολή των αναδρομικών ποσών σε μισθωτούς και συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων που προέκυψαν από τις δικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί μια πράξη συμμόρφωσης στη συνταγματική νομιμότητα. Ωστόσο, προκύπτουν ζητήματα ίσης μεταχείρισης καθώς δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί οι μισθολογικές και συνταξιοδοτικές περικοπές ήταν συνταγματικές σε κάποιες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών αλλά αντισυνταγματικές σε κάποιες άλλες. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να εγείρει επιπλέον δικαστικές διεκδικήσεις από άλλες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων με σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο.