Σχετική αισιοδοξία σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς εκφράζουν παράγοντες της εγχώριας αγοράς. Το εορταστικό συνεχές ωράριο που ξεκίνησε στις 13 Δεκεμβρίου μαζί με τη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές 13, 23 και 30 του μηνός, από τις 11 πμ έως τις 6 μμ, δημιουργούν προϋποθέσεις αύξησης των πωλήσεων, κυρίως λόγω των δώρων που επιθυμούν να κάνουν οι καταναλωτές. Την πρώτη Κυριακή, τόσο στην Αθήνα όσο και στις άλλες μεγάλες πόλεις, υπήρξε αξιοσημείωτη επισκεψιμότητα στα εμπορικά, κυρίως, όμως στις «αλυσίδες» των mall. Στο κέντρο της Πρωτεύουσας, στην Ερμού, η γιορτινή ατμόσφαιρα έφερε αρκετό κόσμο, χωρίς να είναι ξεκάθαρη η συνολική οικονομική αποτίμηση της …βόλτας, μέχρι αργά το βράδυ, καθόσον τα καταστήματα έκλεισαν στις 6 το απόγευμα. Σε άλλους δήμους της Αττικής, όπως πχ, στην Κηφισιά, σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητική η κίνηση, καθώς αρκετοί προτίμησαν καφέ και γεύμα μετά από το γνωστό window shopping.
Εν αναμονή, των ειδικότερων καταγραφών του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ, ο Πρόεδρος του ΕΒΕΠ, και του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής, Βασίλης Κορκίδης, αναφέρει ότι, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία που προκύπτουν από τη πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του εορταστικού ωραρίου με δεδομένο και το ότι τα καταστήματα να είναι φέτος ανοικτά τις τρεις τελευταίες Κυριακές του έτους, το 2018 ο τζίρος των Χριστουγέννων ενδέχεται να κινηθεί οριακά καλύτερα από τα περυσινά επίπεδα. Ο εορταστικός τζίρος του Δεκεμβρίου το 2018, αναμένεται να κυμανθεί κοντά στα περυσινά 3,5 δις ευρώ και κάπως καλύτερα, αλλά βεβαίως πολύ μακριά από τα 5,4 δις ευρώ τζίρου το 2009. Η σωρευτική μείωση οκταετίας του χριστουγεννιάτικου τζίρου, υπολογίζονται στο -35%, με απώλειες σχεδόν 2 δις ευρώ.
Ο κ.Κορκίδης υπενθυμίζει πως σε ετήσια βάση, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ του 2018, δείχνουν σταθεροποίηση του επιπέδου τζίρου λιανικής, με πρόβλεψη στα 42 δις ευρώ συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων και 35,5 δις εκτός καυσίμων. Το 2017 οι αντίστοιχοι τζίροι ήταν συνολικά στα 41,4 δις ευρώ και χωρίς τα καύσιμα στα 35 δις ευρώ . Οι εκτιμήσεις δείχνουν για το 2018 μία αύξηση στο τζίρο της λιανικής 1,1-1,5%, επιβεβαιώνοντας εν μέρει τις προβλέψεις οριακής αύξησης της κατανάλωσης. Επισημαίνω ότι στην Αττική αναλογεί το 40% των φορολογουμένων, το 48% του δηλωθέντος εισοδήματος της χώρας, το 59% του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και το 58% του κύκλου εργασιών στο εμπόριο. Βεβαίως εκκρεμεί να διαπιστώσουμε το επίπεδο και την ανθεκτικότητα της καταναλωτικής δαπάνης, αφού τα εισοδήματα δεν αυξήθηκαν ούτε και φέτος, σε αντίθεση με τις οικονομικές υποχρεώσεις μας.
Σύμφωνα με έρευνες όπως αυτή της Deloitte, καταγράφεται ότι ο προϋπολογισμός των Ελλήνων για τις αγορές των Χριστουγέννων κυμαίνεται στα 450 ευρώ, όταν ο μέσος όρος των Ευρωπαίων καταναλωτών είναι 455 ευρώ. Εν γένει η πορεία του τζίρου στα καταστήματα λιανικής, επηρεάζεται εν πολλοίς από τη πληθώρα φορολογικών υποχρεώσεων του Δεκεμβρίου, ύψους 5,6 δις ευρώ, που πρέπει να διευθετηθούν από 6 εκ. φορολογούμενους, έως το τέλος του έτους. Η φορολογική αφαίμαξη του Δεκεμβρίου περιλαμβάνει τη τελευταία δόση του φόρου εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ, τη μηνιαία δόση στο πλαίσιο ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, την καταβολή παρακρατούμενων φόρων από τις επιχειρήσεις, τον ΦΠΑ και το ΦΜΥ, καθώς την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας 2018. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ευτυχώς 1,6 δις ευρώ θα διοχετευθούν στην οικονομία από τη χορήγηση του δώρου Χριστουγέννων σε 1,9 εκ. εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Το λιανικό εμπόριο επίσης αναμένει φέτος επιπλέον πληρωμές περίπου 1,5 δις ευρώ μέχρι 21 Δεκεμβρίου, μαζί με τους δικαιούχους επιδομάτων, το κοινωνικό μέρισμα και τα αναδρομικά, αλλά δυστυχώς λόγω της υπερφορολόγησης τα περισσότερα δεν θα πάνε στην εορταστική αγορά.
Ο κ.Κορκίδης εκτιμά πως την περίοδο των Χριστουγέννων, οι Έλληνες καταφέρνουμε να ανατρέπουμε πολλά στατιστικά και οικονομικά δεδομένα, αλλά μέσα στα όρια των καταναλωτικών δυνατοτήτων μας. Παρά το γεγονός ότι 6 στους 10 Έλληνες καταναλωτές φοβούνται να μην υπερβούν το διαθέσιμο οικογενειακό προϋπολογισμό και οι 2 στους 10 αισθάνονται άγχος και πίεση να καλύψουν τα χριστουγεννιάτικα ψώνια, εντούτοις η πλειοψηφία των Ελλήνων εστιάζει στην εύρεση έξυπνων δώρων για τις οικογενειακές και κοινωνικές τους υποχρεώσεις με τη συνολική δαπάνη να φθάνει ακόμα και τα 240 ευρώ, έναντι του ευρωπαϊκού μ.ο. των 340 ευρώ. Θετικό χαρακτηρίζει το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια το κόστος του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού παραμένει σταθερό στα 82,5 ευρώ, παρά τις αυξήσεις του ΦΠΑ, σύμφωνα με την φετινή έρευνα του ΙΕΛΚΑ, με βάση τη μέση τιμή σε 22 κατηγορίες τροφίμων και μετά από τιμοληψίες στα Σούπερ Μάρκετ.
Το ΙΝΕΜΥ, τέλος, από την αξιολόγηση της αγοράς για τη περίοδο των Χριστουγέννων, σημειώνει ότι πολλές επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου πραγματοποιούν εντός του Δεκεμβρίου ακόμα και το 20% του ετήσιου τζίρου τους. Η πλειονότητα των καταναλωτών ξεκινά τις αγορές το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου, συνεχίζει πολύ έντονα την περίοδο 16-24 Δεκεμβρίου και μόνο 2 στους 10 κάνουν τις αγορές της τελευταίας στιγμής τη περίοδο μετά τα Χριστούγεννα έως και την 31η Δεκεμβρίου. Επίσης η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών οικογενειών στρέφεται στα φυσικά καταστήματα και το παραδοσιακό εμπόριο, αφού το διαδίκτυο επιλέγεται μόνο για ιδέες και τιμές.
Αναλυτικότερα, το που και πόσα θα επιλέξουμε να ξοδέψουμε φέτος από τα 450 ευρώ που μας αναλογούν, σύμφωνα πάντα με την έρευνα, επιμερίζονται σε 157 ευρώ για φαγητό, 136 ευρώ για δώρα, 82 ευρώ για ταξίδια και 75 ευρώ για διασκέδαση. Αντίστοιχα ο μέσος όρος των Ευρωπαίων καταναλώνει 188 ευρώ για δώρα, 131 για φαγητό, 77 για ταξίδια και 49 ευρώ για διασκέδαση. Τα περισσότερα χρήματα τα Χριστούγεννα ξοδεύουν κατά σειρά οι Ισπανοί με 633 ευρώ, οι Βρετανοί με 614 ευρώ και οι Ιταλοί με 529 ευρώ, με τους Έλληνες να είμαστε στη 5η θέση της λίστας. Στην Ελλάδα η πρώτη καταναλωτική προτίμηση για τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είναι τα είδη ρουχισμού και υπόδησης, η δεύτερη το φαγητό και το ποτό και η τρίτη κατηγορία κατά σειρά επιλογής, είναι τα παιδικά παιχνίδια, ενώ κατά τη διάρκεια του 2018 παρατηρήθηκε μία μετατόπιση τζίρου κατά 4% από τα μικρά στα μεγαλύτερα καταστήματα.